(Στις 18 Μαρτίου του 2008 έγραψα το παρακάτω διήγημα υπέρ της επέκτασης του Συμφώνου Συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια.
Στις 22 Δεκεμβρίου 2015 άλλαξα την τελευταία παράγραφο εν όψει της ψήφισης του νόμου για την επέκταση του Συμφώνου και στα ομόφυλα ζευγάρια.
Σήμερα 18 Φεβρουαρίου 2024, ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών είναι πλέον νόμος του Κράτους…και οι δυο πλέον τελευταίες παράγραφει αλλάζουν και πάλι.)
Τον πρώτο μου γάμο τον έκανα το 1979. Την λέγανε Πίτσα. Αχ αυτή η Πίτσα, τι να κάνει άραγε τώρα; Άλλοι καιροί βλέπεις τότε, ήμασταν πιο λεύτεροι και είχαμε τα μυαλά μας πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Η μάνα μου, που λες, την Πίτσα δεν την πήγαινε καθόλου. Ήταν λέει κορδελιάστρα και δεν έκανε για την κλάση μας. Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι εννοούσε η μάνα μου με τον όρο κλάση. Ο πατέρας μου ήταν μανάβης και εκείνη μοδίστρα. Τι σκατά κλάση μπορούσαμε να έχουμε όταν τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα σε ένα χωριό έξω από τη Λάρισα και την εφηβεία μου στα Πετράλωνα; Το είπα αυτό μια φορά στη μάνα μου κι έγινε ο χαμός. Άρχισε να με ψέλνει ότι δεν εκτιμώ ό,τι έχουν κάνει για εμένα και ότι είμαι ένας αχάριστος και μισός. Μπορεί και να ήμουν, τι να πω; Θυμάμαι πάντως ότι ήταν δυο μήνες πριν παντρευτώ την Πίτσα που ‘γινε αυτή η συζήτηση με τη μάνα μου. Να ‘ναι καλά εκεί που είναι. Η μάνα μου ντε, όχι η Πίτσα. Γιατί τελικά η μάνα μου είχε δίκιο. Δεν αποδείχθηκε γυναίκα της προκοπής το γυναικάκι.
Την Πίτσα που λέτε τη γνώρισα σε ένα μπαρ και μου ‘ρθε αμέσως ο ντουβρουτζάς. Δε λογάριασα ούτε γονείς, ούτε φίλους. Παρότι όλοι μου λέγανε ότι ήταν σκάρτη. Αν την θωρούσες το καταλάβαινες αμέσως, αλλά εγώ βλέπετε την είχα δαγκώσει τη λαμαρίνα. Τους αγνόησα όλους τελικά και δυο μήνες μετά την πήρα με παπά και με κουμπάρο. Μας πάντρεψε στην εκκλησία του Αη Γιώργη ο κολλητός μου – ο Νίκος - κι εγώ ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Σας είπα ότι η μάνα μου δεν την ήθελε; Αα ναι σας το ‘πα! Δίκιο είχε τελικά η αναθεματισμένη. Έξι μήνες μετά με παράτησε και έφυγε με το Νίκο για τη Θεσσαλονίκη. Αχ ρε τι σκρόφα!
Να μην σας τα πολυλογώ δεν το έβαλα κάτω. Αμέσως μετά ήρθε στη ζωή μου η Μαίρη. Ήταν 1981 και λίγο πριν την πολυπόθητη «αλλαγή», τη γνώρισα σε μια συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ. Η Μαίρη ήταν σοσιαλίστρια. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο η μάνα μου είπε ότι ούτε αυτή ήταν της κλάσης μας. Θα μας έπαιρνε λέει τα κτήματα στη Λάρισα και θα τα έδινε στον Ανδρέα. Βλακείες βέβαια! Η Μαίρη δεν ήξερε προσωπικά τον Ανδρέα, αλλά ακόμα κι αν τον γνώριζε κάποια μέρα, σιγά μην του έδινε τίποτα. Όλα για όλα. Η Μαίρη μπορεί να ήταν σοσιαλίστρια, αλλά δεν έδινε ούτε της μάνας της ψωμί – που λέει ο λόγος. Τέτοια τσιγκούνα γυναίκα δεν έχω ξαναματαγνωρίσει από τότε. Στην αρχή με γοήτευε το ότι ήταν οικονόμα, αλλά μετά μου κακοφαινόταν και λίγο. Τι να πεις, έκλαψα λίγο, όμως έκατσα…
Πάντως ο κύριος λόγος που η μάνα μου δεν τα πήγαινε καλά με την Μαίρη ήταν ότι η τελευταία δεν ήταν και πολύ θρήσκα. Το αντίθετο θα έλεγε κανείς. Αυτού του Σεραφείμ τι του είχε σύρει δεν λέγεται. Τραγόπαπα τον ανέβαζε, απολειφάδι της κοινωνίας τον κατέβαζε. Η μάνα μου δεν ήθελε και πολύ. Φανατική χριστιανή και δεξιά με κρυφή αλλά εξακριβωμένη λατρεία στον Τέως, όταν συναντιόταν με τη Μαίρη μουτζοπιάνονταν για το παραμικρό. Εγώ πάντα στη μέση, να εξισορροπώ τα πάντα.
Τη Μαίρη την παντρεύτηκα το 1982 χωρίς παπά και χωρίς κουμπάρο – σε αντίθεση με την Πίτσα. Δεν πρόλαβε να ψηφιστεί ο θεσμός του πολιτικού γάμου και εμείς ήμασταν από τους πρώτους που τον εγκαινιάσαμε. Είχε τέτοια εμμονή η Μαίρη με τον πολιτικό γάμο που ώρες-ώρες μου έδινε την εντύπωση ότι ακόμα και αν δεν με είχε γνωρίσει εκείνη την περίοδο, θα έβρισκε άμεσα έναν αντικαταστάτη μόνο και μόνο για να κάνει από τις πρώτες πολιτικό γάμο. Τέτοια τρέλα είχε!
Τα πράγματα δεν πήγαν πολύ καλά ούτε και με τη Μαίρη. Μετά από 5 χρόνια γάμου χωρίσαμε ήρεμα και ωραία. Εν τω μεταξύ ο Θεός μας φύλαξε να μην κάνουμε παιδιά, γιατί δεν θα μας φταίγανε σε τίποτα τα καημένα να βιώσουνε έναν χωρισμό. Τη μέρα που χώρισα με τη Μαίρη, η μάνα μου κάλεσε όλη τη γειτονιά και το γλεντήσανε. Χορούς και πανηγύρια σας λέω. Μόνο κονκάρδες δεν είχε ετοιμάσει που να γράφουν «πήρε πόδι η κομμουνίστρια». Που συγνώμη, η Μαίρη ήταν τόσο κομμουνίστρια, όσο διεθνής είναι η καριέρα της Άννας Βίσση… καθόλου δηλαδή! Ποτέ δεν είχα δει τη μάνα μου έτσι. Ήταν για πρώτη φορά στη ζωή της χαρούμενη και περιποιητική μαζί μου. Με χάιδευε και μου ‘λεγε ότι θα βρω σύντομα μια κοπέλα της κλάσης μας, η οποία θα σέβεται την Ελλάδα και τη χριστιανική ηθική κι όχι αυτό τον διάβολο που εδώ και 5 χρόνια ονόμαζα γυναίκα μου. Αυτή η κλάση… τι εννοούσες ρε ριμάδα με αυτή την κλάση; Δεν την κατηγορώ την κυρά Κατερίνα – έτσι ‘λέγαν τη μάνα μου – έτσι μεγάλωσε κι έτσι πορεύτηκε στη ζωή της. Δεν θα μπορούσα ποτέ να την αλλάξω. Και για να λέμε και του στραβού το δίκιο, δεν ήθελα καν να την αλλάξω, μου άρεσε έτσι δυναμική και αρχέγονη.
Η μάνα μου πέθανε το 1990 και ποτέ δεν αξιώθηκα να μάθω τι εννοούσε με τη φράση «της κλάσης μας». Δεν ήταν μεγάλη, αλλά ούτε και παιδούλα. Ποτέ δεν μπορούσες μ’ αυτή τη γυναίκα να βγάλεις άκρη σχετικά με την ηλικία της. Είχε κάτι το απροσδιόριστο επάνω της. Ο χρόνος δεν άφηνε το στίγμα του, αλλά ούτε και φαινόταν να μην περνάει και καθόλου από το κατώφλι της. Ο πόνος μου ήταν αβάσταχτος. Βλέπετε ήμουν μοναχοπαίδι κι ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν 13 χρονών. Γι’ αυτό το λόγο κιόλας φύγαμε από τη Λάρισα και ήρθαμε στους συγγενείς μας στην Αθήνα. Το χωριό δεν μας σήκωνε καθόλου μετά το χαμό του πατέρα.
Όταν πέθανε η μάνα μου ένιωσα την απόλυτη μοναξιά. Τότε ήρθε στη ζωή μου ο Πάνος. Εντάξει, δεν θα σου αρνηθώ ότι δεν είχε περάσει από το μυαλό μου, ότι δεν χάζευα στα κλεφτά στα αποδυτήρια των γυμναστηρίων, ωστόσο η άρνηση μου ήταν τόσο καλά θαμμένη που πέρασε καιρός μέχρι να συμβιβαστώ με αυτή τη διαφορετικότητα, αυτή την αλλαγή… όλο αυτό τελοσπάντων. Με τον Πάνο, όμως, όλα φαίνονταν… χμ… αλλιώς. Δεν μου θύμιζε τίποτα από το αποτυχημένο ερωτικό παρελθόν μου. Ήταν μια όαση μέσα στην ξηρασία της μιζέριας μου. Απόδειξη των δυνατών μου συναισθημάτων είναι ότι ακόμη και σήμερα που τα λέω όλα αυτά, είμαστε ακόμα μαζί, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια αρμονικής συμβίωσης και αλληλοϋποστήριξης. Είναι ο άνθρωπος μου και είμαι το στήριγμα του. Μπορεί να ακούγεται μελό, αλλά έτσι το νιώθω. Μπορεί να σας ακούγεται έστω και αστείο. Δυο άντρες, δυο μέτρα ίσα με εκεί πάνω και να το παίζουν ζευγάρι. Τι να πω; Στην αρχή ένιωθα άσχημα. Όχι που ήμασταν μαζί. Αυτό διόλου δεν με πείραζε. Δεν είχα υπαρξιακές ανησυχίες, αλλά να… με ενοχλούσε πολλές φορές ο τρόπος που μας κοίταζαν κάποιοι. Με τον καιρό βέβαια το συνήθισα. Συνήθισα τον οίκτο. Συνήθισα να γράφω στα παπάρια μου τον κάθε μαλάκα. Συνήθισα τη μισαλλοδοξία και το ρατσισμό αυτής της γαμημένης της κοινωνίας. Όμως μεταξύ μας, συνήθισα τη μίζερη ύπαρξη της, αλλά ποτέ μα ποτέ δεν συμβιβάστηκα μαζί της, δεν τη δέχτηκα ασυζητητί!
Δεκαεφτά χρόνια μαζί. Αχώριστοι. Σαν δύο σταγόνες. Έχω κάνει στη ζωή μου δυο γάμους, αλλά ποτέ δεν ένιωσα την πληρότητα που νιώθω τώρα. Αυτό που με τρελαίνει πολλές φορές είναι ότι ενώ σε αυτούς τους δύο αποτυχημένους γάμους είχα πάντοτε την πιστοποιημένη ασφάλεια, τώρα – ενώ διανύω δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια επιτυχίας και ευτυχίας – είμαστε κι εγώ και ο Πάνος ξεκρέμαστοι. Σαν ετεροφυλόφιλος ένιωσα την υπέρτατη νομική και αστική κάλυψη, παρότι δεν το άξιζα, αν κρίνω από το αποτέλεσμα, ενώ τώρα σαν ομοφυλόφιλος είμαι στο περιθώριο.
(Κατεβάζει η κυβέρνηση ολόκληρο νομοσχέδιο για σύμφωνο συμβίωσης και αποκλείει την κατ’ εξοχήν κοινωνική ομάδα που θα έπρεπε να αφορά. Σε τι θα βόλευε εμένα και την Πίτσα ένα απλό συμφωνητικό; Ο πολιτικός γάμος κάλλιστα μας κάλυπτε και τους δυο, όπως με κάλυψε με τη Μαίρη. Δηλαδή τι… κάνουμε ένα σύμφωνο συμβίωσης μόνο για τον Καφετζόπουλο; Δεν ξέρω, τι να πω; Σε αυτή τη χώρα όλα έχουν λάθος προσανατολισμό. Σαν και μένα πριν δεκαεφτά χρόνια. Το θέμα είναι ότι εγώ άργησα, αλλά τον βρήκα τον δρόμο μου. Αυτή η έρμη χώρα πότε λέει γαμώ το διάολο μου να τον βρει; Σόρυ ρε μάνα για την έκφραση. Καλή σου ώρα εκεί που είσαι!)
--- Η τελευταία παράγραφος έκλεινε το αρχικό διήγημα και άλλαξε το 2015 με την παρακάτω ---
(Σήμερα, όμως, νιώθω λίγο διαφορετικά, σαν κάτι να έχει οριακά αλλάξει. Είναι λες και κάποιος μου άνοιξε μια μικρή χαραμάδα στο ξύλινο σφαλιστό παντζούρι και μπορώ να δω κάποιες αχτίδες του ήλιου να μπαίνουν μέσα στο δωμάτιο. Για να ξηγούμαστε, σε καμιά περίπτωση δεν νιώθω ότι το παντζούρι άνοιξε διάπλατα και μπήκε όλο το αττικό φως στο σαλόνι. Θέλει κόπο ακόμα για να μπεις με τα μπούνια στις μέρες του φωτός. Όμως ξέρεις κάτι ρε μάνα; Μακάρι να ζούσες σήμερα. Όχι τίποτε άλλο, αλλά γιατί θα μπορούσα να σου το πω περήφανα: «Κυρά Κατερίνα, βρήκαν έναν άνθρωπο της κλάσης μας»…)
--- Οι δυο τελευταίες παράγραφοι μετά από σχεδόν μια δεκαετία αλλάζουν. Ελπίζω οριστικά. ---
Έγραψα δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια. Χριστέ μου, αρχίζω να χάνω το μέτρημα. Τριαντατέσσερα έφτασαν τα χρόνια. Λίγα χρόνια σου λέει ακόμα και θεμελιώνω συνταξιοδοτικό δικαίωμα ανεξαρτήτου ορίου ηλικίας. Η σχέση αυτή πέρασε άγχη, χαρές, λύπες…ακόμη και μνημόνια, αλλά εδώ γερή, με τα πάνω και τα κάτω της, αλλά εδώ.
Σήμερα, το σωτήριο έτος 2024, όμως, συνέβη κάτι το κοσμογονικό, εγώ και ο Πάνος, ο Πάνος και εγώ, όλοι οι Πάνοι και οι εγώ της χώρας γίναμε ίσοι με τις Πίτσες και τις Μαίρες. Θα μου πεις τέλειωσε ρε φίλε ο αγώνας; Όχι, δεν θα τελειώσει, ο αγώνας στην κοινωνική παλέστρα θα μείνει ζωντανός, και αυτό είναι μια μάχη που ο καθένας μας, με προσωπικό συχνά κόστος, θα δώσει. Όμως, η Πολιτεία, πλέον δεν μου κλείνει το μάτι πονηρά σε σχέση με τον ετερόφυλο δίπλα μου, αλλά με κοιτά με μάτια ανοιχτά, και αυτό μου δίνει μια ελπίδα.
Ρε μάνα, που να ζούσες, μπορεί και να πάθαινες καρδιακό. Η δεξιά, αυτή που τόσο αγάπησες, να κατεβάζει αυτό το νομοσχέδιο. Από αλλού θα το περίμενες, αλλά από αλλού θα σου ερχόταν τελικά. Α ρε μάνα!
Όμως βρε μάνα, μακάρι να ζούσες σήμερα, έτσι για να έχω το θάρρος να σου πω περήφανα: «Κυρά Κατερίνα, βρήκαν έναν άνθρωπο της κλάσης μας και να σου πω και κάτι…θα τον παντρευτώ…γιατί θέλω και μπορώ!». -