Πάρτε χαρτί και γράφτε, σας έχω επικαιροποιήσεις (updateτο
λένε στα Τρίκαλα Κορινθίας του Apos) για
την επόμενη έκδοση του λεξικού σας.
Θράσος: Το γεγονός ότι μετά από αρκετούς μήνες
στο Ηνωμένο Βασίλειο, εσύ συνεχίζεις να μην έχεις αγοράσει ομπρέλα.
Απελπισία: Η κατάσταση στην οποία
βλέπεις από μακριά τύπο με σακούλα από τα TESCO και νομίζεις με βεβαιότητα ότι κρατάει
σακούλα από το Βάρσο της Κηφισιάς.
Κατάντια: Η προσμονή κάθε μέρα να τελειώσεις για
να κάνεις ένα τσιγάρο από τη δουλειά μέχρι τα JohnLewis…μετρημένο λέμε!
Παλιμπαιδισμός: Η σχεδόν παιδική και ηλίθια
χαρά που έχεις όταν συνειδητοποιείς ότι έχεις γράμμα στο γραμματοκιβώτιο… και
δεν είναι λογαριασμός.
Είμαι σίγουρος ότι θα έχω κι άλλες προσθήκες στο μέλλον.
Το ελληνικό λαϊκό μουσικό
παλκοσένικο είναι γεμάτο από άσματα που μπορούν να αποτελέσουν πηγή για τις πιο
αστείες ιστορίες. Ακόμα συχνότερα είναι βέβαιη πηγή ντροπής, φτάνοντας στα όρια
της δημοσίας αιδούς, αλλά ποιος έχασε τη ντροπή αγαπητοί μου στην Ελλάδα για να
την βρουν στα αζήτητα οι έλληνες στιχουργοί;
Τα τραγούδια του χωρισμού και
του πόνου είναι πάντα πιο πιασάρικα αφού εκφράζουν με διάχυτο τρόπο την καψούρα
του κατατρεγμένου μέσου Έλληνα, ο οποίος πρώτον δεν φταίει ποτέ για το χωρισμό
(εδώ δεν φταίει για την οικονομική ύφεση!), δεύτερον πονάει λες και τον σφάζουν
(γνήσια dramaqueen μέσα στο ρου της ιστορίας),
τρίτον αναρωτιέται για την κακιά του τύχη (που είναι το κράτος; Οέο!), τέταρτον
βλογάει τα γένια του (εμείς χτίσαμε την Ακρόπολη ρε!), πέμπτον έχει μονίμως
απορίες (τι στο διάολο είναι αυτό το PSI;), έκτον
φιλοσοφεί ακατάσχετα (από πού κι ως που δεν είμαι αριστερός επειδή ψήφισα
Καραμανλή το 2004;)
Τυπικό δείγμα τέτοιου άσματος
που μου θύμισε το timelineτου
facebook
αποτελεί το καλλιτεχνικό δημιούργημα της Πέγκυς (μην ακούσω ποιας Πέγκυς!).
Στίχοι Ελεάνας Βραχάλη, που με το Χατζηγιάννη κοπελιά σε γνωρίσαμε, τι
περιμέναμε να μου πεις! Η καλλιτέχνιδα αρχικώς τοποθετεί τον ακροατή στο
σκηνικό ‘ούτε τυπικά δεν μιλάμε πια’, να ξέρεις βρε αδερφέ που
βρίσκεσαι. Έπειτα προχωρά στις απορίες ‘ρώτησα γιατί φωνάζεις φύγε’ (θα έχει
τους λόγους του), ‘ρώτησα ο έρωτας που πήγε’ (στο διάολο), ‘ρώτησα γιατί κρατάς μαχαίρι’
(μπορεί να είναι χασάπης). Έπειτα προχωρά στον προσωπικό της Γολγοθά ‘ποτέ
μου Θεέ μου’ (γιατί είναι και θρήσκα), ‘δεν είχα μια αγάπη απλή’
(μαλακομαγνήτης λέγεται καλή μου), ‘πώς να ‘μαι, τι να ‘μαι’ (λίγο
Κορκολής μου κάνει αυτό). Τέλος, προχωρά σε μια προσωπική ψυχανάλυση ‘ ευαίσθητη
ή λογική;’ (μουλάρα θα έλεγα εγώ).
Το πιο τραγικό είναι πως
κάποιοι εκεί έξω, μπορεί και να το θεωρήσουν και ‘πολύ γαμώ τραγούδι’…!
Διαβάζοντας τις απαντήσεις του
Κορτώ στο ‘Ερωτηματολόγιο του Προύστ’
δύο πράγματα συνειδητοποίησα. Πρώτον,
ότι το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός είναι δυο χαρίσματα που είναι εξ ορισμού
γοητευτικά. Δεύτερον,
ότι μερικές ατάκες είναι για να τις κάνεις post.
Σε πρώτο επίπεδο, δεν έχω
διαβάσει πολύ Κορτώ, πέρα από τη στήλη του στο Protagon και το ‘Αυτοκτονώντας
Ασύστολα’, το οποίο, παρένθεση, δεν μπορώ να πω ότι με ενθουσίασε.
Ωστόσο, δεν θέλει και πολύ μυαλό να καταλάβεις ότι ο άνθρωπος έχει ένα
εκφραστικό ταλέντο, που εμένα προσωπικά μου κάνει, επιφυλασσόμενος στο μέλλον
να διαβάσω περισσότερα δείγματα από τη συγγραφή του.
Γυρίζοντας στο δεύτερο σημείο,
κατά τη διάρκεια του ερωτηματολογίου αναφέρεται συχνά στη μητέρα τους, στην οποία
είναι φανερό πως είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Ο Κορτώ μοιράζεται, λοιπόν, ατάκα της
κα. Κορτώ (αν αυτό είναι αληθινό όνομα και όχι καλλιτεχνικό ψευδώνυμο), η οποία
λέει το εξής: “Η ενοχή είναι ο πιο άχρηστος πόνος”! Σκέφτεσαι τι είπε η
γυναίκα. Ξέρεις από εκείνες τις ατάκες που θα ήθελες να είχες πει κι εσύ και να
έχουν re-tweetαριστεί στο διηνεκές του
χρόνου, να έχουν μεταφερθεί από γονείς σε παιδιά, να έχουν γίνει Graffitiσε
τοίχους της λατρεμένης Αθήνας και γενικά να έχουν μεταφερθεί από γενιά σε
γενιά! Όμως το είπε κάποιο άλλο άτομο που προφανώς το έζησε στο πετσί του και
όχι εγώ, το οποίο και θέλει να σε γλιτώσει από τον άσκοπο πόνο. Ακόμη κι αν δεν
νομίζω ότι έχει την ανάγκη μου, κα. Κορτώ να ξέρετε ότι συνυπογράφω… όπου και
να είστε… Μηδενικός!
Έτσι
σημαίνει πως έχω μετρήσει πόσο κρατάει ένα τσιγάρο… δηλαδή από τη δουλειά μέχρι
το JohnLewis!
Έτσι σημαίνει πως γνωρίζω πόσα τραγούδια
είναι η απόσταση για τη δουλειά… δηλαδή γύρω στα τέσσερα! Έτσι σημαίνει πως η κυρία στη
καφετέρια με έχει μάθει και μου τη λέει όταν αργήσω να πάω για καφέ… δηλαδή αν
πάω μετά τις έντεκα! Έτσι
σημαίνει πως τα απογεύματά μου σημαδεύονται από την ψηφιακή εποχή… δηλαδή τη
λαχτάρα να μιλήσω στο skype!
Έτσι
σημαίνει πως η λήξη της μέρας έρχεται όλο και πιο νωρίς… δηλαδή γύρω στις έντεκα!
Στον κόσμο του Matrixκάπως ‘έτσι’ πρέπει να ήταν. Προς το
παρόν, και μέχρι να γίνει το λάθος του ‘συστήματος’ παραμένω απλός παρατηρητής…
Οι άνθρωποι είναι πάντα προσκολλημένοι
με αντικείμενα που τους θυμίζουν καταστάσεις ή πρόσωπα. Είναι υλικά σημεία
αναφοράς που αντικαθιστούν στη μνήμη τους τις άυλες στιγμές. Το μνημονικό, βλέπεις,
είναι σπανίως αρκετό για κάτι τέτοιους σκοπούς. Επίσης, μην ξεχνάς ότι η μνήμη
έχει παράλληλα το κακό συνήθειο να είναι ασθενής.
Δεν έχεις αναρωτηθεί ποτέ
γιατί οι άνθρωποι κρατούν φωτογραφίες των αγαπημένων τους προσώπων στο
πορτοφόλι, γούρια στην τσάντα, ή ακόμα αναμνηστικά αντικείμενα; Πιο σπάνια,
συνδέουν συγκεκριμένες μυρωδιές με γεγονότα. Για παράδειγμα, όσο παράξενο κι αν
ακούγεται, η μυρωδιά από το φιδάκι για τα κουνούπια μου θυμίζει πάντα το
εξοχικό μου. Στα ανεξήγητα της φύσης μπορεί να προστεθεί η συνήθεια που είχε ο ξάδελφος
μου, όταν ήταν μικρός, να ηρεμεί με ένα κομμάτι ύφασμα από ένα γυναικείο ρούχο.
Τελευταία βρίσκω τον εαυτό μου
να επηρεάζεται συναισθηματικά από δύο ρούχα. Το ένα είναι ένα πουλόβερ που μου
έκανε δώρο το ζουζούνι και το δεύτερο μια ζακέτα, χριστουγεννιάτικο επίσης δώρο
από μια φίλη. Επάξια συμπλήρωσαν το κασκόλ που μου δώρισαν δύο συμμαθητές μου
όταν έφυγα πίσω τον Σεπτέμβρη. Στην προχωρημένη μου ηλικία, μάλλον το μάλλινο
στοιχείο είναι το νέο σημείο αναφοράς μου με έναν κόσμο που ένιωθα ήρεμος και
ασφαλής. Δεν πίστευα ποτέ ότι φορώντας ένα ρούχο, θα ένιωθα τέτοια γαλήνη, αλλά
τελικά το μυαλό του ανθρώπου μπορεί να παίξει πολύ παράξενα παιχνίδια…
Γυρίζοντας από
την πατρίδα, είχα ανταπόκριση σε ένα ευρωπαϊκό αεροδρόμιο.
Σε αυτό το σημείο θέλω να σου εκμυστηρευτώ ότι η αναμονή σε ένα αεροδρόμιο
μονάχος είναι από τα πιο βαρετά πράγματα του κόσμου, πλάι στο να βλέπεις Λάνθιμο
και να προσπαθείς να βγάλεις νόημα. Σε μια καρέκλα, λοιπόν, καθήμενος, δίπλα από
μια πύλη για πτήση προς Manchester(εγώ
αλλού πήγαινα), ο δόλιος ο υπάλληλος φώναξε ίσα με 20 φορές μια ελληνίδα
υπήκοο, η οποία μάλλον είχε βάλει ωτοασπίδες. Αυτό θα το ισχυριζόταν, βέβαια,
κάποιος καλοπροαίρετος, γιατί εγώ ως σκυλί μαύρο ήμουν σίγουρος ότι η περήφανη
ελληνίδα είχε χαθεί κάπου στα dutyfree. Ποιος λέτε να
κέρδισε; Η πτήση σαφώς και αναχώρησε με μια καθυστέρηση γύρω στη μισή ώρα και
χωρίς την τσουπωτή πατριώτισσα, η οποία κατέφθασε καθυστερημένη τρέχοντας –
λέμε τώρα – γεμάτη σακούλες.
Πίσω στην πατρίδα,
καθημερινή και λίγες μέρες πιο πριν, ήθελα να βγω για καφέ με το ζουζούνι και
αγαπημένους φίλους. Δεν είχα ιδέα ότι σε μια χώρα που μαστίζεται από οικονομική
ύφεση, η αναζήτηση τραπεζιού στο Κέντρο της Αθήνας προϋποθέτει μισή ώρα ψάξιμο!
Όταν αργότερα θέλαμε να πάμε και για φαγητό, φανερά πιο αργά, με εργάσιμη την
επόμενη μέρα, ο χρόνος αναζήτησης κινήθηκε στα ίδια πλαίσια.
Μακριά από την πατρίδα, όλα
τα παραπάνω εκλείπουν, η διάθεσή μου είναι υπό το μηδέν, και όσο κι αν προσπαθώ να ξορκίσω τα κακά της
‘Ελλάδας της κρίσης’ συνειδητοποιώ
ότι μου λείπει τόσο που δεν μπορώ να της τα σούρω όπως θέλω. Εσύ, βέβαια, τώρα
θα μου πεις ότι πρακτικά δεν μου λείπει αυτή, αλλά τα πρόσωπα που τυχαίνει να βρίσκονται
ακόμα εκεί. Σαφώς και δεν έχεις άδικο… από την άλλη όμως η Ελλάδα, όπως είπε
και ο Apos στο
τηλέφωνο, είναι σαν εκείνη την κυρία που έτρεχε ‘πανικόβλητη’, τίγκα στη ‘σακούλα’
και με χαμένη ‘πτήση’. Όπως και να το κάνουμε, θα γελάσω με την κυρία, θα τη
χλευάσω, αλλά είναι αθάνατη ρε φίλε. Κι επειδή κινδυνεύω να διολισθήσω στο παραλήρημα
του Ελληνάρα… σωπαίνω!
Όσο όμορφο είναι να φτιάχνεις ένα
puzzle, τόσο
άσχημο είναι να το διαλύεις. Εκτός αν πάλι το κορνιζάρεις, λίγο πολύ ότι
κάνουμε όλοι μας στις ωραίες στιγμές της ζωής μας. Όπως και να το κάνουμε όμως,
μην κοροϊδευόμαστε, η χαρά του να φτιάχνεις ένα puzzleδεν αντικαθίσταται
με το όποιο καδράρισμα. Βλέπεις και παιδί όταν ήμουν, ποτέ δεν αρεσκόμουν στο
να χαλάω πράγματα, πάντοτε τρελαινόμουν να τα φτιάχνω.
Γυρίζοντας στην Ελλάδα, με την
οποία θα ασχοληθώ σε επόμενο post,
βρέθηκα να εξιδανικεύω τα πάντα. Βλέπεις εκεί είχα το ζουζούνι μου, οπότε και
στα σκατά να με έβαζες, εγώ πάλι ευωδιές θα μύριζα. Νομίζω ότι σιγά-σιγά
συνειδητοποιώ πως αν τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά, τότε μόνο στην Αθήνα
θα ήθελα να μένω… πάντα με παρέα.
Σε τόσες λίγες μέρες, σίγουρα
δεν μπόρεσα να κάνω πολλά πράγματα. Πώς να χωρέσεις μια Αθήνα έτσι κι αλλιώς σε
τόσες λίγες μέρες; Θα ξεχωρίσω τις συχνές βόλτες στα Δυτικά Προάστια με
το αμάξι, εκείνο το βράδυ στο Μαγκαζέ, και τη βόλτα στο πεζόδρομο γύρω από την
Ακρόπολη με μια σοκολάτα στο χέρι από τα Everest. Αυτές τις μέρες κατάλαβα
πραγματικά τι σημαίνει να είσαι ευτυχισμένος με απλά πράγματα, χωρίς ψώνια,
χωρίς υπερβολές, απλά στολίζοντας με το μωρό σου ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Τώρα αν με ρωτήσεις… καλά δεν
είμαι… ωστόσο επιβιώνω γιατί έχω κάτι να ελπίζω! Πάντα βέβαια στηριζόμενος και
στο ότι η καθημερινότητα έχει μια κλίση στη λήθη…