17 Σεπτεμβρίου 2014

Semantics^22

Το ξέρω ότι σου έλειψε ένα semantics. Η συνήθεια που έγινε λατρεία…που έλεγαν και σε εκείνο το αλήστου μνήμης μουσικό reality. Μην νομίζεις, όταν γράφω semantics νιώθω λίγο σαν την Άσπα…τύπου «αυτή είναι η θέση μου»!

Σήμερα, λοιπόν, η στήλη θα φιλοξενήσει τραγούδι έντεχνο, ο Θεός δηλαδή να το κάνει. Η Άλκηστις μας τραγουδά για χρωστούμενα. Σε μια χώρα που τα χρώστια είναι σήμα κατατεθέν δεκαετίες τώρα, η ερμηνεύτρια μιλά για μια γιορτή που της χρωστά κάποιος. Θα με ρωτήσεις βέβαια, ποια γιορτή; Μην είσαι αφελής αναγνώστη μου. Σε έχω εκπαιδεύσει να διακρίνεις τη λεπτομέρεια πίσω από τον στίχο. Πάμε, λοιπόν, να το πάρουμε μαζί…

«Θα `ρθουν οι φίλοι,
θα `ρθουνε κι οι ξένοι,
όλοι καλεσμένοι
από μόνοι τους»

Σαν πάρτι του φτωχού συγγενή μου ακούγεται αυτό. Εναλλακτικά μου θυμίζει την έκφραση του κολλητού μου «στη γιορτή δεν καλούνται, κουβαλιούνται». Λέξη κλειδί «οι ξένοι». Λέξη κλειδί νούμερο δύο «από μόνοι τους». Μπορείς ευθύς αμέσως να οσμιστείς την αποφορά των ξένων «εταίρων». Βάλε μια Άνγκελα, μια Λαγκάρντ, ένα Ντράγκι, έναν Τόμσεν βρε αδερφέ.

«Θα `χουν μουσικές,
θα φέρουνε και όνειρα,
θα τ’ απλώσουν όλα
στο σεντόνι τους,
πλάι στο κύμα»

Τώρα για όνειρα δεν ξέρω. Αν πάντως το τραγούδι το λέει και καλά ο Πρώην της Βίσση(ς), call me και Πρωθυπουργό, τότε Μνημονιάκι μου μυρίζεται. Και πλάι σε αυτό…χώσε και μια έξοδο στις αγορές, ένα πρωτογενές πλεόνασμα, ένα προαπαιτούμενο…αντε κι έναν τάφο Αμφίπολης, γιατί πολύ σε έχω συμπαθήσει. Στη μαύρη πλερέζα της διακυβέρνησης, ένα όνειρο ζητά ο Αντώνης…μια γιορτή που εκείνοι, οι ξένοι, του χρωστάνε.

«Θέλω γιορτή,
τη γιορτή που μου χρωστάς,
απ’ το κύμα να με πας
στον αέρα.
Θέλω τη γιορτή,
τη γιορτή που μου χρωστάς,
όσο μου γελάς,
χαρτοπόλεμο
το χρόνο θα σκορπάς»

Τι θέλει μωρέ το παλικάρι; Μια γιορτή! Από τα σαράντα κύματα που τον ταλανίζουν, να τον πάνε στον αέρα. Γιατί όσο του γελάει η Άνγκελα, τότε και αυτός έχει την ελπίδα να κάνει χαρτοπόλεμο το Μνημόνιο, πριν τον προλάβει ο άλλος…έλα που δεν ξέρεις…ο sexy…ο Alexis ντε. Εκείνος βρε που θα σκίσει το Μνημόνιο την επόμενη της εκλογής του και θα χορέψει γυμνός πάνω από τα αποκαΐδια, μαζί με τη Ζωίτσα την Κωνσταντοπούλου και τον Λαφαζάνη αλά μπρατσέτα…ΚΑΙ αυτοί γυμνοί. Εφιάλτης από όσο καταλαβαίνεις!  

«Οι καινούριοι φίλοι
κι οι παλιοί μου έρωτες
κι οι γονείς μου θα `ρθουν
στην κορνίζα τους»

Τώρα γιατί ο Πρώην της Βίσση(ς) θυμάται την Αννούλα στο στίχο, πολύ θα σε γελάσω και δεν το θέλω. Τη μάνα του δε πού τη θυμήθηκε τη δόλια…τι να πω…άβυσσος η ψυχή του δεξιού!

«Κι όλοι αγκαλιασμένοι,
απ’ το αύριο ως το χθες,
να ο χορός που δένει
τις ανθρώπινες,
τις ανθρώπινες φωτιές»

Να σου πάλι κι οι φωτιές. Γιατί σου λέει, γιατί να με προλάβει ο άλλος που θα δει και τον Πάπα πριν τον δω εγώ…να του πω ως άλλη Βίκυ Μοσχολιού «είσαι χριστιανός εσύ;». Το άσμα πάντως κλείνει χαρωπά και αισιόδοξα…έτσι όπως πρέπει στον ονειροπόλο Αντώνη. Που βέβαια εγώ, αγκαλιασμένος με τη Μέρκελ να χορεύω πάνω από σκισμένα Μνημόνια σε φωτιές, ούτε στον χειρότερο εχθρό μου δεν θα το ευχόμουν!

Άντε αδέρφια…πάμε τώρα όλοι μαζί να προϋπαντήσουμε την ανάπτυξη που «σαμαρικά» ξεπροβάλλει εδώ και κάτι αιώνες. Γιατί αγάπη μου…κι ο Γκοντό να ήταν…θα είχε φτάσει η ριμάδα…


4 Σεπτεμβρίου 2014

Νατάσσα

Νομίζω ότι μια συναυλία είναι κατά βάση τρεις. Σου ακούγεται τόσο παράλογο σε πρώτη ανάγνωση; Αναλογίσου τι λέω. Μία είναι η καθεαυτή ερμηνεία πάνω στη σκηνή, αυτή με τα όργανα, τα φώτα, τα φωνητικά και τη φωνή. Μια άλλη είναι πίσω από τη σκηνή, σε εκείνο το αφανές κομμάτι της καλλιτεχνικής δημιουργίας που εγκλωβίζεται πίσω στις κουίντες, αναμένοντας το χαμόγελο της επιτυχίας ή το βλέμμα της απογοήτευσης, ανάλογα με το πώς θα τα φέρει το ζάρι. Η στερνή είναι αυτή που φυτεύεται, μεγαλώνει και τελικά γεννάται μέσα από το θεατή, τον φανερό ήρωα, τον τελικό αποδεκτή.

Δεν είμαι καλλιτέχνης, γεγονός αυτό. Δεν μπορώ να ξέρω τι βιώνει ο ερμηνευτής πάνω σε μια γεμάτη ή άδεια σκηνή. Δεν είμαι, όμως, ούτε τεχνίτης του λόγου για να μπορώ να αφουγκραστώ τα συναισθήματα των ανθρώπων που τρώνε τα νύχια τους πίσω από την κουίντα. Είμαι ένα ταπεινός θεατής, κείνος που πλήρωσε για να διασκεδάσει την αφήγηση μιας ιστορίας από έναν παραμυθά.

Μιας και τα χρόνια μου περνάνε, άλλοτε νιώθοντας ότι ξοδεύονται, άλλοτε πάλι ότι επενδύονται προσεκτικά, έχω υπάρξει μάρτυρας σε τέτοιες αφηγήσεις, πετυχημένες ή μη. Θυμάμαι ακόμα μια μαγική βραδιά στις κερκίδες του Θεάτρου Βράχων που άκουγα την σχεδόν νεραϊδίσια Dolores να τραγουδά το Dreams. Ορκίζομαι να μην ξεχάσω ποτέ τη χορογραφία των Ωρών από τη Σταχτοπούτα του Προκόφιεφ, μια νυχτιά στο Ηρώδειο. Στην αντίπερα όχθη βρίσκει κανείς τις ξοδεμένες, τις οποίες σκοπίμως δεν επιθυμώ να αναλύσω.

Την Τρίτη, ένα βράδυ που μας ταλάντεψε με την αναποφασιστικότητα του σχετικά με το αν θα βρέξει ή όχι, ο δρόμος με έβγαλε στην Τεχνόπολη. Συνοδευόμενος από την καρδιά και το μυαλό, αλλά και τη θύμηση ότι οι εμμονές έχουν αξία μόνο αν τις πολεμάμε. Έτσι βρέθηκα να ακούω για δεύτερη φορά τη Νατάσσα. Θυμάμαι πως η Μποφίλιου στα μάτια μου εκπροσωπούσε, πριν κάποια χρόνια, όλη την κίβδηλη κενότητα της «έντεχνης» μουσικής, το πολύτιμο πομπώδες ύφος που κάθε «ποιοτικιά» οφείλει να φέρει και να προστατεύει ωσάν την παρθενία της. Ακόμη και σήμερα, εμμονή γαρ, το ψήγμα του αναθέματος δεν έχει επιτευχθεί να ξυστεί τόσο ώστε να μη με γδέρνει, εσωτερικά, κάπου στο πίσω μέρος του εγκεφάλου. Ωστόσο, με τον καιρό, αλλά κυρίως τη δύναμη της υποχώρησης που φέρει ως τροϊκανό «προαπαιτούμενο» η αγάπη στο έτερον ήμιση, εκπαιδεύτηκα.

Η εμμονή, ωστόσο, σε έναν ξεροκέφαλο άνθρωπο σαν εμένα μένει, λειασμένη σαφώς, αλλά ελαφρώς σαγρέ, τόσο που μαγκώνει η κλωστή από το πουλόβερ που και που. Θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι την Τρίτη υπήρξαν στιγμές που αφέθηκα – και θα είναι και αλήθεια – ειδικά στον ήχο του «Αν σ' αγαπούν να μάθουν να το λένε κι αν δε στο πουν να μάθεις να το κλέβεις». Γεράσιμε, ακόμα κι αν δεν έχω μετανιώσει, μέχρι σήμερα, που συμπεριέλαβα το «Μέχρι το τέλος» στα Semantics μου, πρέπει να παραδεχτώ ότι πολλές αράδες σου έχουν χτυπήσει σαν βέλος κέντρο στην καρδιά. Γιατί μπορεί να είμαι ανάποδος πεισματάρης, αλλά όχι χαλκευτής αληθειών.

Μέσα στον κόσμο, με το 3G να χαροπαλεύει, με την Καρδιά μου να μου ζητάει να του στρίψω τσιγάρο, με την Σταχτοπούτα να ομολογεί πως εκτός από την καρδιά που πονάει όταν ψηλώνει, πονάει και η μέση με τόση ορθοστασία, αλλά και τον Αργεντίνο να τραγουδά δίπλα στο αυτί μου, όταν τουλάχιστον δεν καφριλεύαμε τους γύρω και δεν απειλούσαμε ότι θα φύγουμε να πάμε στον Κάνδαυλο, έζησα μια ακόμη αφήγηση που δεν ξοδεύτηκε.

Κλείνοντας θα σημειώσω με post-it το παράπονο της βραδιάς: «Ξανθιά εμμονή, σήμερα όλα καλα..αλλά πάλι μου τα χάλασες που δεν είπες τους Πρώην. Μόνο με πριβέ εκτέλεση η εξιλέωση!»