30 Ιουλίου 2012

Semantics^12


Αν δύο πράγματα χαρακτηρίζουν το μέσο Έλληνα, τότε αυτά είναι η γκρίνια και η αυτοκαταστροφή, συνήθως μάλιστα αυτά τα δύο είναι αυστηρά αλληλένδετα, με το ένα να οδηγεί στο άλλο και τούμπαλιν. Η ελληνική τέχνη έχει συχνά κατορθώσει να εντοπίσει αυτό το φαύλο κύκλο, σπανίως όμως καταφέρνοντας να προτείνει κάποια στέρεα και βιώσιμη λύση στην ελληνική ασθένεια.

Ας πάρουμε για παράδειγμα την ελληνική σύγχρονη μουσική που βρίθει από συνθετικά, και κυρίως στιχουργικά, αριστουργήματα. Εσχάτως κυκλοφόρησε ένα μετεκλογικό τραγούδι από την πλέον μάχιμη κύπρια ερμηνεύτρια, Άννα Βίσση, με τίτλο «Τυραννιέμαι». Παρότι είχα ορκισθεί ότι δεν θα ασχοληθώ μαζί του, καθώς θεωρούσα ότι η σημειολογία του ήταν πέρα για πέρα καθαρή, σαν τηλεόραση plasma ένα πράγμα, θα προχωρήσω ωστόσο σε μια γρήγορη πραγματολογική ανάλυση, αφού το υποσχέθηκα στον Tremens!

Δεν θα ήθελα να σας ταλαιπωρήσω με τα εμφανή, δηλαδή πως το τραγούδι αποτολμά μια ενδότερη ανάλυση της ψυχολογίας του μέσου Έλληνα ψηφοφόρου που παρασύρθηκε σε μία ψήφο στην κυβέρνηση Σαμαρά και των λοιπών κομμάτων του ευρωμονόδρομου. Από την αρχή κιόλας του τραγουδιού, οι στίχοι «Έτσι λέω και στο τέλος πάντα κλαίω/ και απογοητεύομαι στην απουσία σου παιδεύομαι» μας εισάγουν στο αίσθημα της ακυβερνησίας που ακολουθεί την κάθε εκλογική διαμάχη, ενώ  με τα «στο ίδιο ψέμα με γυρνάει/ σε καταθλίψεις καταλήγει» εκφράζεται γλαφυρά το παράπονο του ψηφοφόρου πάνω στη διαρκώς χαμένη του ψήφο. Θα μου πεις – και με το δίκιο σου – ζαβός είναι κι αυτός που πέφτει μονίμως σε αυτή τη λούμπα; Ναι αγαπητέ μου αναγνώστη, και εδώ είναι το μεγαλείο της ελληνικής αυτογνωσίας, ακολουθώντας στο επόμενο κουπλέ τα σοφά λόγια «Που θα πάει πουθενά δε σταματάει/ αυτοκαταστρέφομαι το ξέρω μα δεν αντιστέκομαι».

Το ρεφραίν είναι πέρα για πέρα εύληπτο, ακόμα και για τον πιο αδαή ακροατή. Η ακυβερνησία ή έστω χειρίστου είδους διακυβέρνηση, στην οποία είναι ταγμένη η μοίρα του έλληνα, με ένα σχεδόν τραγικά αρχαιοελληνικό τρόπο, πετάγεται μέσα από τα εξής:  «Τυραννιέμαι είμαι χάλια μακριά σου/ πάλι τρέχω να ξεφύγω απ' τη σκιά σου/ είμαι ένα με το χώμα όλα έχουν μαύρο χρώμα», με το τελευταίο να αποτελεί και μια έμμεση σπόντα για την ανάδειξη των ακροδεξιών κομμάτων και τη μελανή αυτή σελίδα του νεοελληνικού πολιτικού γίγνεσθαι. Ενώ η καταστροφική αγάπη και πίστη στο ευρώ, που οδήγησε σε μια ακόμα ψήφο στα κόμματα του ευρωμονόδρομου απεικονίζεται σχεδόν αριστουργηματικά στο «Τυραννιέμαι/ με έχει η αγάπη κουρελιάσει/ δεν αντέχω σκότωσέ με να περάσει/ είμαι ένα με το χώμα για χατίρι σου είμαι λιώμα/ τυραννιέμαι».

Το δεύτερο κουπλέ αποτελεί, πέρα από μνεία στην αυτοκαταστροφική ψυχολογία του νεοέλληνα, ένα μανιφέστο περί της απουσίας ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο, η οποία συνοδεύεται από το μόνιμο άγχος μιας άτακτης χρεωκοπίας, αλλά και ένα αίσθημα διεθνούς απομόνωσης της χώρας από τους ευρωπαίους ετέρους και τις διεθνείς χρηματαγορές, βλ.  «στον εαυτό μου έχω κλειστεί/ και όλο το κόσμο νιώθω ξένο/ ούτε πεθαίνω ούτε ζω είμαι εδώ και περιμένω».

Πρόκειται αναμφισβήτητα για ένα εξαιρετικό λυπηρό τραγούδι! Η δε γέφυρα οπτικοποιεί το σχεδόν αποτρόπαιο αίσθημα της παραίτησης του έλληνα απέναντι στην ιδέα της χρεωκοπίας. Δίχως καμιά ελπίδα περιμένει τα νέα οριζόντια μέτρα, τα χαράτσια και τελικά τη χαριστική βολή που θα τον απελευθερώσει από αυτό το καθημερινό μαρτύριο, βλ. «στο τοίχο γράφω την κάθε μέρα που περνάει/ έχω χάσει τη ψυχή μου το μυαλό τη διάθεσή μου/ δε θέλω να ζω», κάτι σαν φυλακισμένος και έρμαιο της ίδιας του της μοίρας, των ίδιων του των πράξεων.

Ζωή σε λόγου μας…    

28 Ιουλίου 2012

Ceremonies


Η χθεσινή τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου ήταν αξιοσημείωτη για ποικίλους λόγους. Ο σκηνοθέτης, γνωστός για το πλούσιο κινηματογραφικό του ιστορικό, έδωσε ένα καλλιτεχνικό αποτέλεσμα που ήταν κατ’ αρχήν τεχνικά άρτιο. Αυτό κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Η σύλληψη και εκτέλεση ενός τόσο πολύπλοκου εγχειρήματος είναι πάντα εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, και όποιος ισχυρίζεται με περισσή ευκολία – έως και θράσος – ότι μπορεί να το κάνει, λέει μαλακίες, για να το θέσω και κάπως ευγενικά!

Από την άλλη μεριά έχεις και το θέμα της αισθητικής, το οποίο είναι μια τελείως διαφορετική ιστορία, η οποία κιόλας στέκει βαθύτατα υποκειμενική, πέρα από κάποια κριτήρια αντικειμενικότητας που θεμελιώνουν αυτό που θα ορίζαμε ως κείμενη αισθητική. Το χθεσινό show ήταν άρτιο και από τη σκοπιά της τελευταίας. Θα με ρωτήσεις, λοιπόν, εύλογα, αν πιστεύω ότι όλα πήγαν ρολόι! Η απάντηση μου θα είναι κατηγορηματική και ασφαλώς αρνητική.

Η προσωπική μου αίσθηση είναι πως η χθεσινή τελετή έναρξης ήταν μια εκ των χειροτέρων που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια ως προς το περιεχόμενο της – και όχι ως προς το τεχνικό κομμάτι, το οποίο σε κάποιες στιγμές ήταν σχεδόν εκθαμβωτικό! Η συνήθης μπαρούφα που θα πει ο κάθε έξυπνος είναι πως η Αγγλία δεν έχει την ίδια ιστορία με την Ελλάδα ή την Κίνα. Μέγα λάθος! Από πότε η ιστορία είναι πέος που μπορούμε να το βγάλουμε και να το μετρήσουμε με το υποδεκάμετρο; Το θέμα δεν είναι τι διαθέτει ο κάθε λαός ως παρελθόν – λίγο πολύ όλοι μας διαθέτουμε ιστορία, καθώς δεν φυτρώσαμε – το θέμα είναι πως επιλέγεις να χειριστείς και το παρουσιάσεις το παρελθόν που σου έχει δοθεί απλόχερα, και ο Boyle δεν το διαχειρίστηκε με τον καλύτερο τρόπο, και δεν είμαι ο μόνος που το υποστηρίζω αυτό.

Δεν θέλω να σταθώ σε πολλές λεπτομέρειες, ελάχιστη σημασία έχουν, ωστόσο θα ήθελα να εστιάσω σε ένα μόνο σημείο. Στην αρχή σχετικά της τελετής γίναμε μάρτυρες μιας, ομολογουμένως, εντυπωσιακής μετάβασης από ένα σύστημα παραγωγής σε ένα άλλο (putting-out σε factory system), γεγονός που σηματοδότησε και την πρωτοκαθεδρία της οικονομίας της Μεγάλης Βρετανίας από τα μισά του 17ου αιώνα και μετά. Ο σκηνοθέτης, λοιπόν, επέλεξε του ολυμπιακούς κύκλους να πηγάζουν μέσα από αυτό την περίοδο της κοινωνική φουρτούνας, των μεγάλων αλλαγών… από μια περίοδο που από πολλές απόψεις υπήρξε η λιγότερο ανθρωποκεντρική στην ιστορία του ανθρώπινου είδους. Θέση μου αποτελεί ότι κάτι τέτοιο – παρόλη τη σκόπιμη αντιφατικότητα - δεν είναι συμβατό σε καμιά περίπτωση με το πνεύμα του ολυμπισμού. Μοναδική χαραμάδα αμφισβήτησης που αφήνω είναι ο Boyle να μας έκλεισε πονηρά το μάτι, σημειώνοντας με τον δικό του τρόπο, το τέλμα στο οποίο έχει φθάσει πλέον ο ολυμπισμός… αν και πολύ το αμφιβάλλω!

Προσωπικά, και έχοντας υπάρξει εθελοντής στην περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, έχοντας παρακολουθήσει Live την τελετή έναρξης, θα ήθελα να σημειώσω – χωρίς ίχνος εθνικισμού – ότι ο Παπαϊωάννου πέτυχε στο να προσφέρει παγκοσμίως μια μοναδική αλληγορία του συνόλου της ελληνικής ιστορίας το 2004, όμοια της οποίας δεν πιστεύω πως θα δούμε ξανά, τουλάχιστον όχι σύντομα. Τούτος είναι ένας εκ των λόγων που θεωρώ τον εαυτό μου απίστευτα τυχερό και ευλογημένο που έζησε την εμπειρία του 2004…    

25 Ιουλίου 2012

Graduation


Ο Θείος σήμερα μου είπε ότι δεν πηγαίνουμε πια σχολείο. Όσο φαινομενικά αληθής κι αν είναι αυτή η δήλωση, πρέπει να ομολογήσω ότι με έβαλε σε σκέψεις. Πόσο αλήθεια είναι ότι φεύγοντας από τα φυσικά έδρανα γλιτώνουμε για μια ζωή τα «έδρανα της ζωής»;

Οι μαθηματικές εξισώσεις δεν μας εγκαταλείπουν οριστικά όταν απομακρυνόμαστε από το χάρτινο βιβλίο της άλγεβρας. Αντιθέτως, οι εξισώσεις που συναντάμε εκεί έξω – σε αυτό τον άγνωστο κόσμο – είναι παρασάγγας χειρότερες και δυσκολότερες από εκείνες τις θεμελιακές που έπρεπε να λύνουμε στο σχολείο. Δεν συζητάω για τριγωνομετρία, που το πυθαγόρειο θεώρημα της πραγματικότητας μπάζει από παντού, ενώ στο βάθος παίζει σε επανάληψη το «μια γυναίκα δυο άντρες, κομπολόι δίχως χάντρες».

Ακόμα κι αν καταφέρεις να βάλεις στην άκρη τις μαθηματικές γνώσεις, τόσο πιο δύσκολο είναι να ξεφύγεις από τα φιλολογικά τερτίπια, με αποθέωση το «δεν είναι αυτό που λες, αλλά ο τρόπος που το λες». Γιατί αγαπητοί μου αναγνώστες πρόβλημα έκφρασης δεν είχα ποτέ στην έκθεση, αλλά στην πανούργα και άτιμη κοινωνία, τις έχω τις εκφραστικές μου αδυναμίες. 

Ποτέ μου δεν ένιωσα λαγνεία κοιτώντας πίσω στα σχολικά μου χρόνια. Από τη μία μεριά ίσως γιατί δεν πέρασα και τόσο τέλεια, από την άλλη ενδεχομένως γιατί το σχολείο σηματοδοτούσε μια άνευ προηγουμένου καταπίεση, όμοια της οποίας αδυνατώ να βρω ακόμη και σήμερα που δουλεύω. Η ολοκλήρωση του λυκείου υπήρξε θαρρώ σωτήρια.

Πάντως αν δεν καταφέρνουμε ποτέ στη ζωή μας να ξεφύγουμε από την «εκπαίδευση», με τη μία ή την άλλη έννοια, τελικά ποτέ πετυχαίνουμε στο να πάρουμε αυτό το πολυπόθητο «απολυτήριο»;  

23 Ιουλίου 2012

Points


Επίσκεψη αστραπή στη λατρεμένη Αθήνα την προηγούμενη βδομάδα. Κάτι να δεις τους δικούς σου, κάτι να τσιτσινίσεις με το ζουζούνι, κάτι να δεις αγαπημένα πρόσωπα, πέρασαν οι μέρες και ούτε το κατάλαβα. Το δίχως άλλο, όμως, παρατήρησα ένα σωρό πράγματα για αυτή την πόλη και τους κατοίκους της που είχα κάμποσο καιρό να συναντήσω.

Δεν ξέρω αν η Αθήνα είναι όμορφη, πάντως εγώ νιώθω σαν ένας γονιός που περηφανεύεται σαν το γύφτικο σκερπάνι, ακόμα κι αν η θυγατέρα του είναι κάτι ανάμεσα σε αποβολή χελώνας και φάλαινας. Βέβαια αν σε κάτι έχω καταλήξει με τα χρόνια είναι πως όσο αθεράπευτα ερωτευμένος είμαι με την Αθήνα, τόσο υπερβολικά απεχθάνομαι τους Αθηναίους. Τούτο έχει μάλλον σημασία να βγαίνει από τα χείλη ενός πιστοποιημένα Αθηναίου επί γενεών, αυτό λένε στην πιάτσα ως γκάγκαρος. Θα μου πεις τι μπορεί να είναι μια πόλη δίχως τους κατοίκους της, σαν μουσακάς χωρίς μελιτζάνα, με λίγα λόγια μια απλή απομίμηση. Η αυθεντικότητα μιας πόλης σαφώς πηγάζει πάντα και από το έμψυχο υλικό, αυτό ωστόσο σε καμιά περίπτωση δεν καθιστά την εν λόγω αυθεντικότητα και αισθητικά άρτια ή ιδανική. Καθώς ο συμβιβασμός πάει πάντα πακέτο με τη διεκδίκηση, ο ιδανικός Αθηναίος μεγαλώνει μια ζωή μαθαίνοντας ότι πρέπει να ανέχεται ένα μεγάλο μέρος αυτής της τραγικής πλειοψηφίας, και η ζωή κάπως έτσι συνεχίζεται.

Στην Αθήνα της κρίσης, τα εμπορικά μαγαζιά του Κέντρου σφύζουν από παιδαρέλια, των οποίων η ηλικιακή κατανομή εκτείνεται αυστηρά από τα δεκάξι μέχρι βία τα σαράντα χρόνια. Είναι θαρρείς λες κι η πόλη έχει υποστεί έναν ιδιότυπο εξοστρακισμό των μέσων και μεγάλων ηλικιών. Τελικά με λίγη προσοχή μπορείς να πιστοποιήσεις ότι οι γονείς και οι παππούδες – γιατί περί αυτών πρόκειται – είναι παρόντες μέσω του πολυπόθητου χαρτζιλικιού που είναι το μόνο που στηρίζει ακόμη την εμπορική ζωή της πόλης, με ένα δυστυχώς αρνητικό καταναλωτικό πρότυπο, το οποίο αδυνατεί να επηρεάσει αυτή η ριμάδα η ύφεση.

Μέσα στον αθηναϊκό αχταρμά η «αδερφή» κατέχει εξέχουσα θέση, διεκδικώντας τα προνόμια της μέσα σε αυτή την καταναλωτική πυραμίδα. Πέρα από το γεγονός ότι έχει πιάσει μεν στασίδι σε κάθε οπτική γωνία – σε σημείο που στο Attica φερ’ ειπείν είμαι πλέον σίγουρος ότι προσλαμβάνουν τον κόσμο μετά της πάλαι ποτέ στρατιωτικής εξέτασης του δακτύλου – περιφέρεται δε σαν κυρία επί των τιμών, τόσο που μετά βίας δεν της στρώνει κανείς και κόκκινο χαλί για να περάσει.

Το κοινωνικό μωσαϊκό γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρον αν προσθέσεις και την άλλη μεριά, δηλαδή την ετερόφυλη κοινότητα, τη λεγόμενη πλειοψηφία. Σήμα κατατεθέν της πλέον αποτελεί το εξής δίπτυχο: τατουάζ και πρωτεΐνη. Οι κοινωνιολόγοι του μέλλοντος είναι κατά έναν παράξενο τρόπο τυχεροί, γιατί θα γίνουν μάρτυρες μια σημαντικής ομάδας ηλικιωμένων, οι οποίοι αν καταφέρουν να γλιτώσουν τον καρκίνο του συκωτιού, τότε θα είναι μέσα στα τατουάζ πάνω σε κρεμασμένα μούσκουλα. Ποιος είπε ότι ο σεβασμός στην τρίτη ηλικία δεν είναι πρωτίστως θέμα αυστηρά προσωπικό;

Τέλος, στα plus αυτής της επίσκεψης πρέπει να προσθέσω πως έμαθα επιτέλους ποια είναι αυτή η Έξοδος 16, στην οποία γνωστή τραγουδοποιός ισχυρίζεται ότι έχει πια ξεχάσει τον αγαπημένο της. Θα στοιχημάτιζα ότι το πέτυχε λίγο πριν πάει για μια βουτιά στην παραπέρα παραλία, έστω και με το νυχτικό της. Γιατί σε τελική ανάλυση, αν έχεις καλή παρέα, λύνεις όλα τα προβλήματα σου νυχτιάτικα, ρίχνεις ένα χαρτί έτσι για να βρίσκεται και σκας από τα λυσσακά σου που χάνεις σε μια παρτίδα Μπονάτσα… κι όλα αυτά στην Αθήνα. Τι άλλο μπορεί να ζητήσει κανείς;
     

19 Ιουλίου 2012

Αθήνα


Η σχέση μου με αυτή την πόλη είναι παράξενη. Μιλάω προφανώς για την Αθήνα, μία είναι έτσι κι αλλιώς η πόλη-γκόμενα μου. Πλέον θαρρώ από τις λίγες γυναικείες υπάρξεις που μου ασκoύν μια τέτοιου είδους παράξενη έλξη.

Περνώντας με το ταξί γύρω στις 5 τα ξημερώματα παραδεχόμουν πως θα ήμουν σε πολύ δύσκολη θέση αν ήθελα να πείσω έναν ξένο για το κατά πόσο αυτή η πόλη είναι όμορφη. Αντικειμενικά πρόκειται για μια πολύ άσχημη τύπισσα που όσο περνά ο καιρός μπαταλεύει. Οι συνθήκες δεν τη βοηθάνε ιδιαίτερα είναι η αλήθεια για να καλλωπιστεί, αφού σαν μια πουτάνα της Σόλωνος αφήνει να περνούν από πάνω της κάθε λογής καημένοι που δεν τη σέβονται διόλου. Σαν να μην έφτανε αυτό, οι δε νταβατζήδες της είναι του χειρίστου είδους. Εγώ, βέβαια, σαν φέρελπις και ιδεαλιστής νέος βλέπω πίσω από την επιφανειακή ασχήμια της και αναγνωρίζω ένα χαρακτήρα που όμοιός του δεν έχω καταφέρει μέχρι τώρα να βρω αλλού. Πιστεύω σε αυτή τη «Βασούλα», η οποία έχει τη δύναμη να περάσει κάθε κατάχρηση από τις όποιες «Βάσεις». Από την άλλη μπορεί να τα βλέπω όλα έτσι γιατί μαζί της ξεπαρθενεύτηκα!

Το θέμα είναι ένα. Όσο άσχημη και να φαίνεται - ή και να είναι στην πραγματικότητα - κάνει η πουτάνα το καλύτερο κρεβάτι, στο οποίο συναντώ πάντα τα πιο αγαπημένα μου άτομα…κάπου σε έναν καφέ στην Πλατεία Εξαρχείων…

14 Ιουλίου 2012

Μονό


Σήμερα ξύπνησα 08.23 παρακαλώ! Τα ακούς; Το ακούω να λες! Σαββατιάτικα και πίεζα τον εαυτό μου να κοιμηθεί λίγο ακόμα από τις εφτά σχεδόν το πρωί. Τρεις είναι οι πιθανοί λόγοι για αυτό. Πρώτον, μεγαλώνω πλέον επικίνδυνα και ωσάν περήφανο γήρας, αρέσκομαι στο να κοιμάμαι λιγότερες ώρες. Να ξέρεις ότι αυτό δεν θα το αντέξω! Δεύτερον, το κλίμα στο Νησί δεν με σηκώνει. Ξημερώνει σου λέει από τις πέντε, και στις έξι έχουν βγει και τα πουλάκια να κελαηδήσουν… που να βγω με την καραμπίνα και να σου πω εγώ. Τρίτον (και πιο πιθανό θέλω να πιστεύω), δεν αντέχω άλλο το μονό κρεβάτι. Εμένα μου με βλέπεις μανίτσα μου, μονό κρεβάτι έχω να δω από μικράτα μου. Οι κακές γλώσσες (που ίσως και να έχουν δίκιο) λένε ότι φταίει το γεγονός ότι ανέκαθεν ήμουν μια “τσούλα” που ήθελε χώρο και άπλα. Χαλάλι! Να ξέρεις πάντως πως πάντοτε οίκτιρα την Βουγιούκλω που τραγουδούσε με σχεδόν λάγνα ευλάβεια το “είναι το στρώμα μου μονό και μόνη καλοπερνώ”. Τι λες μανδάμ! Και το παιδί της εργατιάς – την Αγλαϊα ντε - που το έβαλες, στο μονό το στρώμα με εσένα στα τέσσερα; Εεεε μα σχωράτε με, αλλά δεν τα αντέχω αυτά τα πουριτανικά…

Μόνη παρηγοριά ότι για μικρό έστω διάστημα θα έχω μια ευχάριστη διακοπή σε διπλό κρεβάτι με παρέα. Ναι, ναι.. ξέρω τι θα πεις εσύ ο κακεντρεχής εκεί κάτω… θα κάνω σεξ και θα ηρεμήσω… εεε και σένα σε οικτίρω*…

*… καλά, μπορείς να έχεις και δίκιο…   

7 Ιουλίου 2012

Posthumous-Fame


Τις προάλλες περπάταγα στο δρόμο μετά από έντονη βροχή. Ο ήλιος είχε σκάσει και τα σύννεφα ήταν σαν να μην είχαν ποτέ περάσει πάνω από αυτό τον έρμο τόπο. Σκηνικό συχνό μεν στο Νησί, σχεδόν λογοτεχνικό δε, ειδικά αν αναλογιστείς τη γοτθική αρχιτεκτονική που με περιτριγύριζε. Νομίζω ότι κάτι τέτοιες είναι οι στιγμές που θα μου λείψουν όταν φύγω από το Νησί. Στο mp3 έπαιζε το τραγούδι που θα βρείτε στο τέλος της ανάρτησης και το σκηνικό υπερέβαινε πλέον τα όρια της κινηματογραφικότητας. Κάπως έτσι θα φάνταζε μάλλον η ζωή μας αν μπορούσε να είναι musical!

Αφήνοντας τους στίχους του τραγουδιού να περνούν αβίαστα από το αυτί μου, σκεπτόμουν ποια μπορεί να είναι η μεγαλύτερη αποστολή του ανθρώπου πάνω σε αυτό τον πλανήτη. Πέρα από την ισχυρή πεποίθηση μου πως όλοι πρέπει να είμαστε πρωτίστως συλλέκτες στιγμών, δεν μπορούσα παρά να αναρωτηθώ τι υπάρχει πέρα από αυτό. Δυστυχώς για μένα – ή ευτυχώς, εξαρτάται πως θα το δει κανείς – δεν πιστεύω σε καμία μεταθανάτια κατάσταση, πέρα ίσως από το γεγονός ότι γινόμαστε ωραιότατη τροφή για διάφορους μικροοργανισμούς. Οπότε πριν το φέρετρο τι, κυρία;

Τις περισσότερες φορές που έχω επεξεργαστεί την παραπάνω απορία, καταλήγω πάντα στην ανάγκη του ατόμου να αφήσει μια παρακαταθήκη, μια ζωντανή απόδειξη ότι πέρασε από αυτά χώματα. Τούτο μπορεί να γίνει είτε μέσω των απογόνων – πιο εύκολη λύση – είτε μέσω της παραμονής στη μνήμη όσο περισσότερων ανθρώπων μπορεί κανείς – παρασάγγας πιο δύσκολη δουλειά. Σε κάθε περίπτωση η επιδίωξη είναι βαθιά εγωιστική… αλλά ποιος ηλίθιος δεν στήριξε με σθένος το οριακά αξίωμα πως ο άνθρωπος είναι ένα κατ’ ουσία εγωιστικό ζώο;  

Και έρχομαι να αναρωτηθώ… πόσο επιπρόσθετα άδικη είναι η ζωή για έναν ομοφυλόφιλο, δεδομένου ότι τον ωθεί αναγκαστικά στη δεύτερη λύση; Ίσως όμως από μια διαφορετική οπτική γωνία, να αποτελεί και ευλογία, αφού σε ωθεί στη δημιουργικότητα, αφού τίποτα δεν είναι δεδομένο!

Ουφ, αυτά παθαίνεις με τις συννεφιές…

4 Ιουλίου 2012

Semantics^11

Σήμερα τα Semantics επιστρέφουν κάπως διαφορετικά. Μέχρι τώρα με έχετε συνηθίσει να περιγράφω γλαφυρά – αχ πως τα λέω ο άτιμος – μερικά τραγούδια (sic). Η αλήθεια είναι ότι η λίστα για τα ερχόμενα semantics έχει γεμίσει με καινούργια μαργαριτάρια, αλλά και επιστροφές από λατρεμένες εμμονές, βλ. Από(β)λυτη και Μποφίλιου. Επειδή, όμως, παλεύω σαν το διάολο τις εμμονές μου, κάτι που σας συμβουλεύω να κάνετε κι εσείς σε κάθε επίπεδο της ζωής σας, επέλεξα σήμερα να ασχοληθώ με ένα κομμάτι που ενώ φαινομενικά θα έπρεπε να ανήκει στη στήλη, με μια δεύτερη ματιά έχει να μας πει κάτι παραπάνω.

Πίσω στο 2005, η κυβέρνηση Καραμανλή αποφασίζει να αναβιώσει έναν ξεχασμένο πάλαι ποτέ σημαντικό μουσικό διαγωνισμό. Σε απλά ελληνικά, με τα λεφτά τα δικά μου και τα δικά σου, κάποιοι αποφασίζουν για μια ακόμη φορά να μοιραστούν λίγο από το δημόσιο χρήμα. Το μετά-ολυμπιακό φαγοπότι είχε μόλις αρχίσει και το 2008 φάνταζε μακριά! Το τρίτο τραγούδι από εκείνο το διαγωνισμό έμελε να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου για τον παράξενο και ωμό στίχο του, πόσο μάλλον δε για τις σεξουαλικές ανησυχίες της ερμηνεύτριας του. Η Ευσταθία πρωτοεμφανίστηκε με έναν έρωτα που λείπει και το αίσθημα που μένει είναι σαν ζαμπόν δίχως λιπαρά και ειδύλλια του κώλου. Το κορίτσι με τους παράξενους στίχους, αλλά την υπέροχη μουσική έμεινε, αν και όταν πήγε υπό την προστασία του Πλιάτσικα – βλ. θα κάνω την τελευταία συναυλία των Πυξ Λαξ για 100στη φορά – μας τα χάλασε λίγο.    

Οι στίχοι, αν και αλλοπρόσαλλοι, σχεδόν καθημερινοί, καθόλου επιτηδευμένοι, θα έλεγε κανείς πως ήταν σαν να άκουγες για πρώτη σχεδόν φορά ένα λυκειόπαιδο να μιλάει με περίσσια δραματικότητα για τον έρωτα που έχασε. Αν κάτι μου αρέσει σε αυτό το τραγούδι είναι πως το περιεχόμενο του είναι η βάση της κάθε drama queen που σέβεται τον εαυτό της, δηλαδή λίγο πολύ όπως οφείλει να είναι η κάθε σοβαρή ερωτική απώλεια. Το γεγονός ότι μετά από κάμποσο καιρό όλοι μας αποκτούμε σώας στας φρένας και απορούμε με τον ίδιο μας τον εαυτό και τις αντιδράσεις μας, δεν πρέπει να μειώνει σε καμιά περίπτωση το σεβασμό που πρέπει να δείχνουμε στη δραματικότητα του χωρισμού.

Σας αφήνω με το τραγούδι… και υπόσχομαι ότι θα επιστρέψω όχι τόσο καλοπροαίρετα στα επόμενα Semantics