24 Μαΐου 2013

Το Μαξιλάρι


Source: http://aviewoflife.tumblr.com/











Χωρά η αγάπη κουβάρι, σε κρεβάτι μονό;
Μπορεί η απουσία να μοιάζει φυλακή;
Δώσε μου απόκριση, κάνε με κοινωνό.
Απάντηση κενή, μ' ένα άδειο μαξιλάρι οπτική.

Φαντάζει τόσο δύσκολο, η πρώτη νύχτα απούσα.
Τριγύρω όλα άτονα, σε απόχρωση χακί.
Ιδρώνω το προσκέφαλο, μ' αναμονή παρούσα.
Μ' ένα σεντόνι ατέλειωτο κι η απόσταση γιομίζει το σακί.

Τώρα πικρός καφές, σ' ένα ποτήρι πλαστικό.
Μια ρουφηξιά καπνού, λίγο πριν πω ένα γεια,
απ' τον καπνό που μήτε κάνω, μ' ένα τσιγάρο δανεικό.
Εγώ στον εγκλεισμό, κι εσύ έξω, για δουλειά.

Αξίωμά μου μέγα: η αγάπη δεν τελεύει.
Ορκίζομαι ολημερίς σ' αυτήν την αρετή,
τη μόνη έννοια που τη ζωή μας διαφεντεύει,
αφόρητα ασήκωτη, μα τόσο θαρρετή.

Μόνος Θεός που αγόγγυστα πιστεύω,
ως τιμητής της όποιας προσευχής,
ο θείος νόμος για ό,τι κι αν ζηλεύω
είναι η ελπίδα, φαρέτρα κάθε αντοχής.

Πράσινες μέρες, που αποσώνουν.
Μονάχα η θύμηση τους, με κάνει να γελώ.
Μα αυτή τη νύχτα, που τ' όνειρα ελαττώνουν,
δαύτο το μαξιλάρι, το χακί, με κάνει τόσο να πονώ.

13 Μαΐου 2013

Δαίμονες


Ήταν θαρρώ από εκείνες τις στιγμές που το θέατρο δεν είναι αρκετό για να παραδώσει ένα πλήρες αποτέλεσμα. Ακόμη κι η υπέροχη αρχιτεκτονική του Παλλάς, με την εντυπωσιακή μαρμάρινη σκάλα στην είσοδο, το ολόφωτο ταβάνι με τις πτυχώσεις και τις κάπως άβολες καρέκλες, ήσαν λες και δεν γιόμιζαν τα κενά με τα οποία έφευγες κάπου στα μεσάνυχτα.

Τα τελευταία χρόνια, το αθηναϊκό κοινό έχει καλομάθει, έχει γίνει πιο υποψιασμένο, ένα μέρος του τουλάχιστον. Το West End βλέπεις δεν είναι πια τόσο μακριά, πέντε τσιγάρα δρόμος με την Aegean ή εναλλακτικά ικανοποιητικές επιλογές ανάμεσα σε παραγωγές που ταξιδεύουν από το εξωτερικό μέχρι και την Ψωροκώσταινα. Όλο και πιο συχνά, τελευταία, μπορεί κιόλας να δει κανείς κι ελληνικές παραγωγές που στέκονται επάξια δίπλα σε αδελφάκια τους από την ξενιτιά. Καθοριστικό ρόλο σε αυτή τη μετάλλαξη έχει παίξει η λειτουργία του Θεάτρου Badminton και λίγο αργότερα του ανακαινισμένου Παλλάς.

Θες να με ρωτήσεις, λοιπόν, αν δαιμονίστηκα αρκούντως;
Η απάντηση είναι ξεκάθαρα… Όχι!

Σε αντίστοιχη ερώτηση γνωστών σχετικά με το πώς βρήκα τους «Δαίμονες» απάντησα λιτά: «…εξαιρετική παραγωγή, ευχάριστη έκπληξη η Παπούλια…και κάπου εκεί τελειώνουν…όλα τα καλά!».

Το μεγαλύτερο μειονέκτημα ήταν το ίδιο το προϊόν. Ένα λιμπρέτο που υστερούσε ενοχλητικά σε επίπεδο λεξιλογίου, ανάπτυξης του μύθου, αλλά και ανάλυσης των χαρακτήρων. Άδετες κατά βάση σκηνές σε μια κακοραμμένη από το μοντάζ μπομπίνα. Η ιστορία άνευρη, με μια μετάβαση από το Μεσαίωνα στο Σήμερα να αιωρείται με έναν τελείως άδετο και άχαρο τρόπο. Οι χαρακτήρες αδούλευτοι, απλά έρμαια μιας ανώτερης δύναμης που καθορίζει τη μοίρα τους, χωρίς αυτοί να μπορούν να πράξουν σχεδόν τίποτα. Θαρρείς πως όλο το έργο καθοδηγείται από τις σατανικές δυνάμεις, σε τέτοιο σημείο που και στον πιο άθεο θεατή μπορεί να προκαλέσει μια αφόρητη ενόχληση. Είναι τέτοια η εμμονή στο να εξυπηρετηθεί η θεϊκή παρέμβαση, που αυτό γίνεται σε εξόφθαλμο βάρος της εξέλιξης της υπόθεσης.

Υποκριτικά οι συντελεστές εξ ίσου διεκπεραιωτικοί, εξαιρετικά αναμενόμενο όταν η παραγωγή είναι τόσο άρτια που μπορεί να ξετυλίγει την κάθε αδυναμία τους. Η Παπούλια φωτεινή εξαίρεση, αν και η ερμηνεία της διέθετε εκρήξεις υπερβολής στην έκφραση. Ο Πετράκης ρηχός, με μόνο θετικό την ομολογουμένως απολαυστική κίνηση του. Το υπόλοιπο cast διέθετε το απαραίτητο κέφι, το οποίο έλειπε από τους πρωταγωνιστές, δίνοντας απλόχερα τη φρεσκάδα τους σε ένα έργο που απέπνεε τόση αποφορά. Τέλος, η πρωταγωνίστρια υπερβολικά αταίριαστη για το ρόλο, τόσο ηλικιακά, όσο και φωνητικά. Η φωνητική παραφωνία με το υπόλοιπο cast ήταν τέτοια που όφειλε να γίνει αισθητή ακόμη και στον πιο μουσικά ανερμάτιστο θεατή. Η Βίσση τραγουδούσε μονίμως ωσάν τα 9/8 να έχουν εμποτίσει το είναι της, κάνοντας την όποια σύγκριση με την ερμηνεία της του 1991 απλά ατυχή. Μόνο θετικό σε σχέση με το πρώτο ανέβασμα υπήρξε η υποκριτική της αδιαμφισβήτητη βελτίωση.

Με λίγα λόγια, αξίζει να επισκεφτείτε το Παλλάς για να θαυμάσετε μια εξαιρετική παραγωγή και σκηνοθεσία του Κακλέα. Το προσωπικό μου κόστος ευκαιρίας προσδιορίσθηκε στα €25…αναμένω το δικό σας…        

5 Μαΐου 2013

Zero


Κάποια χρόνια πριν είχα γράψει το παρακάτω:

«Τα τελευταία χρόνια έχω κάτι έντονες τάσεις φυγής. Όχι τόσο από την πραγματικότητα – παρότι και αυτή συστηματικά την αποφεύγω – αλλά περισσότερο από τη ζωή μου όπως σχηματοποιείται. Εάν ήμουν αποδημητικό πουλί θα είχα ψοφήσει πάντως από την τόση αναβλητικότητα. Κορμοράνος εν μέσω κρίσης!! Μη γελάτε, αν ένα πράγμα μπορεί να με χαρακτηρίσει, αυτό είναι σίγουρα η αναβλητικότητα. Άστο μωρέ, δεν χάθηκε ο κόσμος, έχω περιθώριο ακόμα. Μέχρι που φτάνω στο σημείο μηδέν. Το πιο κρίσιμο σημείο. Εκεί που ο καθένας σχεδιάζει να φτάσει με κάποιο τρόπο. Όλοι έχουμε ένα σημείο μηδέν. Ένα σημείο όχι εκκίνησης, όπως συχνά λέγεται, αλλά προορισμού. Η Agatha Christie ονόμασε ένα ολόκληρο μυθιστόρημα “Towards Zero”. Δεν μπορούσε να έχει περισσότερο δίκιο. Όλη μας η ζωή είναι μια πορεία προς το μηδέν. Το μεγάλο μηδέν. Υπάρχουν, ωστόσο, και ενδιάμεσοι σταθμοί στη ζωή του κάθε ανθρώπου. Πεπερασμένα μεν, αλλά σημαντικά τον αριθμό δε μηδέν στη ζωή του καθένα από εμάς»

Οι παραπάνω αράδες γράφτηκαν με μένα σαν οικονομία σε μετάβαση, σε άγνωστα νερά! Στο βάθος, πλάι στα τόσα σημεία μηδέν της ζωής μου αχνοφαινόταν εκείνο το μεγάλο, το πρώτο, κι όπως η έκρηξη μιας βόμβας χρειάζεται μόνο έναν πυροκροτητή για να λάβει χώρα η εκκίνηση, έτσι κι εγώ ανέμενα το δικό μου πυροβολισμό. Μετά τις πρώτες μέρες εκείνου του Μάη, τίποτα δεν ήταν ίδιο, ο διακόπτης είχε ξάφνου ανέβει, ένας νέος άγνωστος διάδρομος του μυαλού είχε εμφανιστεί… κι ένας άλλος ολόκληρος είχε σβήσει βίαια, σχεδόν τρομοκρατικά.

Η λήθη είναι η μεγαλύτερη αδυναμία και σωτηρία του ανθρώπου, ένα νόμισμα με δύο όψεις. Ξεχνάμε για να μην πονάμε, θυμόμαστε για να μην ισοπεδωνόμαστε. Σθεναρά έχω διαλέξει και υποστηρίζω ότι αν σταθούμε τυχεροί και μας δοθεί η ευκαιρία μιας αποτίμησης, τότε πρέπει να θυμόμαστε κάθε στιγμή, κάθε γέλιο, κάθε δάκρυ, κάθε οργή. Μα πάνω από όλα κάθε άτομο που πέρασε και μας χάραξε ποικιλοτρόπως. Σε ένα τέτοιο άτομο αφιέρωσα τότε το παραπάνω απόσπασμα κειμένου, το ίδιο θα κάνω και τώρα, το ίδιο θα κάνω όσο το μυαλό μου και η ανθρώπινη δύναμη μου επιτρέπει. Γιατί για εκείνο το τόσο δικό μου σημείο μηδέν, εκείνος στάθηκε κάτι περισσότερο από σωτήριος φάρος.

Μια αφιέρωση στον προσωπικό μου ήρωα και φίλο, με στοίχημα να ζήσω τη ζωή μου όπως ακριβώς τη θέλω, για να ξεπληρώσω εκείνο το γαμημένο τελευταίο αντίο που δεν πρόλαβα ποτέ να πω με λόγια…