18 Φεβρουαρίου 2024

Ένα κείμενο-reboot για το Σύμφωνο Συμβίωσης (πλέον τον Πολιτικό Γάμο) 16 χρόνια μετά...

 (Στις 18 Μαρτίου του 2008 έγραψα το παρακάτω διήγημα υπέρ της επέκτασης του Συμφώνου Συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια. 

Στις 22 Δεκεμβρίου 2015 άλλαξα την τελευταία παράγραφο εν όψει της ψήφισης του νόμου για την επέκταση του Συμφώνου και στα ομόφυλα ζευγάρια. 

Σήμερα 18 Φεβρουαρίου 2024, ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών είναι πλέον νόμος του Κράτους…και οι δυο πλέον τελευταίες παράγραφει αλλάζουν και πάλι.)

Τον πρώτο μου γάμο τον έκανα το 1979. Την λέγανε Πίτσα. Αχ αυτή η Πίτσα, τι να κάνει άραγε τώρα; Άλλοι καιροί βλέπεις τότε, ήμασταν πιο λεύτεροι και είχαμε τα μυαλά μας πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Η μάνα μου, που λες, την Πίτσα δεν την πήγαινε καθόλου. Ήταν λέει κορδελιάστρα και δεν έκανε για την κλάση μας. Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι εννοούσε η μάνα μου με τον όρο κλάση. Ο πατέρας μου ήταν μανάβης και εκείνη μοδίστρα. Τι σκατά κλάση μπορούσαμε να έχουμε όταν τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα σε ένα χωριό έξω από τη Λάρισα και την εφηβεία μου στα Πετράλωνα; Το είπα αυτό μια φορά στη μάνα μου κι έγινε ο χαμός. Άρχισε να με ψέλνει ότι δεν εκτιμώ ό,τι έχουν κάνει για εμένα και ότι είμαι ένας αχάριστος και μισός. Μπορεί και να ήμουν, τι να πω; Θυμάμαι πάντως ότι ήταν δυο μήνες πριν παντρευτώ την Πίτσα που ‘γινε αυτή η συζήτηση με τη μάνα μου. Να ‘ναι καλά εκεί που είναι. Η μάνα μου ντε, όχι η Πίτσα. Γιατί τελικά η μάνα μου είχε δίκιο. Δεν αποδείχθηκε γυναίκα της προκοπής το γυναικάκι.

Την Πίτσα που λέτε τη γνώρισα σε ένα μπαρ και μου ‘ρθε αμέσως ο ντουβρουτζάς. Δε λογάριασα ούτε γονείς, ούτε φίλους. Παρότι όλοι μου λέγανε ότι ήταν σκάρτη. Αν την θωρούσες το καταλάβαινες αμέσως, αλλά εγώ βλέπετε την είχα δαγκώσει τη λαμαρίνα. Τους αγνόησα όλους τελικά και δυο μήνες μετά την πήρα με παπά και με κουμπάρο. Μας πάντρεψε στην εκκλησία του Αη Γιώργη ο κολλητός μου – ο Νίκος - κι εγώ ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Σας είπα ότι η μάνα μου δεν την ήθελε; Αα ναι σας το ‘πα! Δίκιο είχε τελικά η αναθεματισμένη. Έξι μήνες μετά με παράτησε και έφυγε με το Νίκο για τη Θεσσαλονίκη. Αχ ρε τι σκρόφα!

Να μην σας τα πολυλογώ δεν το έβαλα κάτω. Αμέσως μετά ήρθε στη ζωή μου η  Μαίρη. Ήταν 1981 και λίγο πριν την πολυπόθητη «αλλαγή», τη γνώρισα σε μια συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ. Η Μαίρη ήταν σοσιαλίστρια. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο η μάνα μου είπε ότι ούτε αυτή ήταν της κλάσης μας. Θα μας έπαιρνε λέει τα κτήματα στη Λάρισα και θα τα έδινε στον Ανδρέα. Βλακείες βέβαια! Η Μαίρη δεν ήξερε προσωπικά τον Ανδρέα, αλλά ακόμα κι αν τον γνώριζε κάποια μέρα, σιγά μην του έδινε τίποτα. Όλα για όλα. Η Μαίρη μπορεί να ήταν σοσιαλίστρια, αλλά δεν έδινε ούτε της μάνας της ψωμί – που λέει ο λόγος. Τέτοια τσιγκούνα γυναίκα δεν έχω ξαναματαγνωρίσει από τότε. Στην αρχή με γοήτευε το ότι ήταν οικονόμα, αλλά μετά μου κακοφαινόταν και λίγο. Τι να πεις, έκλαψα λίγο, όμως έκατσα…

Πάντως ο κύριος λόγος που η μάνα μου δεν τα πήγαινε καλά με την Μαίρη ήταν ότι η τελευταία δεν ήταν και πολύ θρήσκα. Το αντίθετο θα έλεγε κανείς. Αυτού του Σεραφείμ τι του είχε σύρει δεν λέγεται. Τραγόπαπα τον ανέβαζε, απολειφάδι της κοινωνίας τον κατέβαζε. Η μάνα μου δεν ήθελε και πολύ. Φανατική χριστιανή και δεξιά με κρυφή αλλά εξακριβωμένη λατρεία στον Τέως, όταν συναντιόταν με τη Μαίρη μουτζοπιάνονταν για το παραμικρό. Εγώ πάντα στη μέση, να εξισορροπώ τα πάντα.

Τη Μαίρη την παντρεύτηκα το 1982 χωρίς παπά και χωρίς κουμπάρο – σε αντίθεση με την Πίτσα. Δεν πρόλαβε να ψηφιστεί ο θεσμός του πολιτικού γάμου και εμείς ήμασταν από τους πρώτους που τον εγκαινιάσαμε. Είχε τέτοια εμμονή η Μαίρη με τον πολιτικό γάμο που ώρες-ώρες μου έδινε την εντύπωση ότι ακόμα και αν δεν με είχε γνωρίσει εκείνη την περίοδο, θα έβρισκε άμεσα έναν αντικαταστάτη μόνο και μόνο για να κάνει από τις πρώτες πολιτικό γάμο. Τέτοια τρέλα είχε!

Τα πράγματα δεν πήγαν πολύ καλά ούτε και με τη Μαίρη. Μετά από 5 χρόνια γάμου χωρίσαμε ήρεμα και ωραία. Εν τω μεταξύ ο Θεός μας φύλαξε να μην κάνουμε παιδιά, γιατί δεν θα μας φταίγανε σε τίποτα τα καημένα να βιώσουνε έναν χωρισμό. Τη μέρα που χώρισα με τη Μαίρη, η μάνα μου κάλεσε όλη τη γειτονιά και το γλεντήσανε. Χορούς και πανηγύρια σας λέω. Μόνο κονκάρδες δεν είχε ετοιμάσει που να γράφουν «πήρε πόδι η κομμουνίστρια». Που συγνώμη, η Μαίρη ήταν τόσο κομμουνίστρια, όσο διεθνής είναι η καριέρα της Άννας Βίσση… καθόλου δηλαδή! Ποτέ δεν είχα δει τη μάνα μου έτσι. Ήταν για πρώτη φορά στη ζωή της χαρούμενη και περιποιητική μαζί μου. Με χάιδευε και μου ‘λεγε ότι θα βρω σύντομα μια κοπέλα της κλάσης μας, η οποία θα σέβεται την Ελλάδα και τη χριστιανική ηθική κι όχι αυτό τον διάβολο που εδώ και 5 χρόνια ονόμαζα γυναίκα μου. Αυτή η κλάση… τι εννοούσες ρε ριμάδα με αυτή την κλάση; Δεν την κατηγορώ την κυρά Κατερίνα – έτσι ‘λέγαν τη μάνα μου – έτσι μεγάλωσε κι έτσι πορεύτηκε στη ζωή της. Δεν θα μπορούσα ποτέ να την αλλάξω. Και για να λέμε και του στραβού το δίκιο, δεν ήθελα καν να την αλλάξω, μου άρεσε έτσι δυναμική και αρχέγονη.

Η μάνα μου πέθανε το 1990 και ποτέ δεν αξιώθηκα να μάθω τι εννοούσε με τη φράση «της κλάσης μας». Δεν ήταν μεγάλη, αλλά ούτε και παιδούλα. Ποτέ δεν μπορούσες μ’ αυτή τη γυναίκα να βγάλεις άκρη σχετικά με την ηλικία της. Είχε κάτι το απροσδιόριστο επάνω της. Ο χρόνος δεν άφηνε το στίγμα του, αλλά ούτε και φαινόταν να μην περνάει και καθόλου από το κατώφλι της. Ο πόνος μου ήταν αβάσταχτος. Βλέπετε ήμουν μοναχοπαίδι κι ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν 13 χρονών. Γι’ αυτό το λόγο κιόλας φύγαμε από τη Λάρισα και ήρθαμε στους συγγενείς μας στην Αθήνα. Το χωριό δεν μας σήκωνε καθόλου μετά το χαμό του πατέρα.

Όταν πέθανε η μάνα μου ένιωσα την απόλυτη μοναξιά. Τότε ήρθε στη ζωή μου ο Πάνος. Εντάξει, δεν θα σου αρνηθώ ότι δεν είχε περάσει από το μυαλό μου, ότι δεν χάζευα στα κλεφτά στα αποδυτήρια των γυμναστηρίων, ωστόσο η άρνηση μου ήταν τόσο καλά θαμμένη που πέρασε καιρός μέχρι να συμβιβαστώ με αυτή τη διαφορετικότητα, αυτή την αλλαγή… όλο αυτό τελοσπάντων. Με τον Πάνο, όμως, όλα φαίνονταν… χμ… αλλιώς. Δεν μου θύμιζε τίποτα από το αποτυχημένο ερωτικό παρελθόν μου. Ήταν μια όαση μέσα στην ξηρασία της μιζέριας μου. Απόδειξη των δυνατών μου συναισθημάτων είναι ότι ακόμη και σήμερα που τα λέω όλα αυτά, είμαστε ακόμα μαζί, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια αρμονικής συμβίωσης και αλληλοϋποστήριξης. Είναι ο άνθρωπος μου και είμαι το στήριγμα του. Μπορεί να ακούγεται μελό, αλλά έτσι το νιώθω. Μπορεί να σας ακούγεται έστω και αστείο. Δυο άντρες, δυο μέτρα ίσα με εκεί πάνω και να το παίζουν ζευγάρι. Τι να πω; Στην αρχή ένιωθα άσχημα. Όχι που ήμασταν μαζί. Αυτό διόλου δεν με πείραζε. Δεν είχα υπαρξιακές ανησυχίες, αλλά να… με ενοχλούσε πολλές φορές ο τρόπος που μας κοίταζαν κάποιοι. Με τον καιρό βέβαια το συνήθισα. Συνήθισα τον οίκτο. Συνήθισα να γράφω στα παπάρια μου τον κάθε μαλάκα. Συνήθισα τη μισαλλοδοξία και το ρατσισμό αυτής της γαμημένης της κοινωνίας. Όμως μεταξύ μας, συνήθισα τη μίζερη ύπαρξη της, αλλά ποτέ μα ποτέ δεν συμβιβάστηκα μαζί της, δεν τη δέχτηκα ασυζητητί!

Δεκαεφτά χρόνια μαζί. Αχώριστοι. Σαν δύο σταγόνες. Έχω κάνει στη ζωή μου δυο γάμους, αλλά ποτέ δεν ένιωσα την πληρότητα που νιώθω τώρα. Αυτό που με τρελαίνει πολλές φορές είναι ότι ενώ σε αυτούς τους δύο αποτυχημένους γάμους είχα πάντοτε την πιστοποιημένη ασφάλεια, τώρα – ενώ διανύω δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια επιτυχίας και ευτυχίας – είμαστε κι εγώ και ο Πάνος ξεκρέμαστοι. Σαν ετεροφυλόφιλος ένιωσα την υπέρτατη νομική και αστική κάλυψη, παρότι δεν το άξιζα, αν κρίνω από το αποτέλεσμα, ενώ τώρα σαν ομοφυλόφιλος είμαι στο περιθώριο.

(Κατεβάζει η κυβέρνηση ολόκληρο νομοσχέδιο για σύμφωνο συμβίωσης και αποκλείει την κατ’ εξοχήν κοινωνική ομάδα που θα έπρεπε να αφορά. Σε τι θα βόλευε εμένα και την Πίτσα ένα απλό συμφωνητικό; Ο πολιτικός γάμος κάλλιστα μας κάλυπτε και τους δυο, όπως με κάλυψε με τη Μαίρη. Δηλαδή τι… κάνουμε ένα σύμφωνο συμβίωσης μόνο για τον Καφετζόπουλο; Δεν ξέρω, τι να πω; Σε αυτή τη χώρα όλα έχουν λάθος προσανατολισμό. Σαν και μένα πριν δεκαεφτά χρόνια. Το θέμα είναι ότι εγώ άργησα, αλλά τον βρήκα τον δρόμο μου. Αυτή η έρμη χώρα πότε λέει γαμώ το διάολο μου να τον βρει; Σόρυ ρε μάνα για την έκφραση. Καλή σου ώρα εκεί που είσαι!) 

--- Η τελευταία παράγραφος έκλεινε το αρχικό διήγημα και άλλαξε το 2015 με την παρακάτω ---

(Σήμερα, όμως, νιώθω λίγο διαφορετικά, σαν κάτι να έχει οριακά αλλάξει. Είναι λες και κάποιος μου άνοιξε μια μικρή χαραμάδα στο ξύλινο σφαλιστό παντζούρι και μπορώ να δω κάποιες αχτίδες του ήλιου να μπαίνουν μέσα στο δωμάτιο. Για να ξηγούμαστε, σε καμιά περίπτωση δεν νιώθω ότι το παντζούρι άνοιξε διάπλατα και μπήκε όλο το αττικό φως στο σαλόνι. Θέλει κόπο ακόμα για να μπεις με τα μπούνια στις μέρες του φωτός. Όμως ξέρεις κάτι ρε μάνα; Μακάρι να ζούσες σήμερα. Όχι τίποτε άλλο, αλλά γιατί θα μπορούσα να σου το πω περήφανα: «Κυρά Κατερίνα, βρήκαν έναν άνθρωπο της κλάσης μας»…)

--- Οι δυο τελευταίες παράγραφοι μετά από σχεδόν μια δεκαετία αλλάζουν. Ελπίζω οριστικά. --- 

Έγραψα δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια. Χριστέ μου, αρχίζω να χάνω το μέτρημα. Τριαντατέσσερα έφτασαν τα χρόνια. Λίγα χρόνια σου λέει ακόμα και θεμελιώνω συνταξιοδοτικό δικαίωμα ανεξαρτήτου ορίου ηλικίας. Η σχέση αυτή πέρασε άγχη, χαρές, λύπες…ακόμη και μνημόνια, αλλά εδώ γερή, με τα πάνω και τα κάτω της, αλλά εδώ.

Σήμερα, το σωτήριο έτος 2024, όμως, συνέβη κάτι το κοσμογονικό, εγώ και ο Πάνος, ο Πάνος και εγώ, όλοι οι Πάνοι και οι εγώ της χώρας γίναμε ίσοι με τις Πίτσες και τις Μαίρες. Θα μου πεις τέλειωσε ρε φίλε ο αγώνας; Όχι, δεν θα τελειώσει, ο αγώνας στην κοινωνική παλέστρα θα μείνει ζωντανός, και αυτό είναι μια μάχη που ο καθένας μας, με προσωπικό συχνά κόστος, θα δώσει. Όμως, η Πολιτεία, πλέον δεν μου κλείνει το μάτι πονηρά σε σχέση με τον ετερόφυλο δίπλα μου, αλλά με κοιτά με μάτια ανοιχτά, και αυτό μου δίνει μια ελπίδα.

Ρε μάνα, που να ζούσες, μπορεί και να πάθαινες καρδιακό. Η δεξιά, αυτή που τόσο αγάπησες, να κατεβάζει αυτό το νομοσχέδιο. Από αλλού θα το περίμενες, αλλά από αλλού θα σου ερχόταν τελικά. Α ρε μάνα!

Όμως βρε μάνα, μακάρι να ζούσες σήμερα, έτσι για να έχω το θάρρος να σου πω περήφανα: «Κυρά Κατερίνα, βρήκαν έναν άνθρωπο της κλάσης μας και να σου πω και κάτι…θα τον παντρευτώ…γιατί θέλω και μπορώ!». -

11 Ιανουαρίου 2021

Τέλος


Σαν να σε ακούω: «Τ’ ακούς Νινέτα μου; Γύρισε και ξαναέγραψε ο αλήτης σε αυτή την παλιατζουρία. Εκεί μας κατάντησαν οι αλήτες!». Σαν τη γριά που γυρίζει στην τράπεζα για να ενημερώσει το βιβλιάριο ή στα ΕΛ.ΤΑ. για να πληρώσει το λογαριασμό της ΔΕΗ, στον τόπο του εγκλήματος.

Μου είχες σχεδόν υποσχεθεί ότι θα #eimaste_pantou και δεν την τήρησες αυτή την υπόσχεση. Τρόλαρες ανελέητα το «εμείς», αλλά βαθιά μέσα μου ήξερα ότι το εννοούσες. Και τώρα;

Το ξέρεις άραγε ότι έχεις σημαδέψει την καθημερινότητά μου τόσο, που πλέον γίνεται αβίωτη χωρίς εσένα; Με έχεις νευριάσει τόσο που θέλω να φάω όλο το χοιρινό και τις γαρίδες του κόσμου και να σε βάλω να το βλέπεις με το ζόρι. Να σε πετάξω σε ένα παγωτατζίδικο που ένα κάρο γεύσεις και να λείπει παντελώς η επιλογή της βανίλιας, σοκολάτας, φράουλας, φιστίκι. Να σε βάλω σε ένα ασανσέρ με γριές και γέρους γεμάτους με απορίες για τα μυστήρια του σύμπαντος και να μείνει και το ασανσέρ. Να σε ρίξω σε μια δυστοπία που θα παίζει λούπα τα «επιλέξτε προϊόν κομίστρου» και «η κάρτα σας έχει λήξει». Τόσο και άλλο τόσο!

Νομίζω ότι αυτό που θα σε πείραζε περισσότερο είναι που πλέον δεν έχω καν το σθένος, την όρεξη να πάω Αργεντινή. Δεν θα είναι το ίδιο. Το ξέρω! Με βεβαιότητα.

Σήμερα περπάτησα για τη δουλειά, δεν ήθελα να πάρω ταξί. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί ήθελα να αδειάσει το κεφάλι μου. Περιδιαβαίνοντας, όμως, στην πόλη ξεπεταγόσουν από γωνίες, άλλοτε σαν ανάμνηση, άλλοτε σαν αίσθηση. Με κάποιο τρόπο κατάφερες να μαγαρίσεις αυτή την γκόμενα που τόσο αγαπώ, την Αθήνα. Ποιος θα το πίστευε;

Νιώθω τόση οργή που λείπεις, τόσο θυμό. Δεν ήμουν προετοιμασμένος για αυτό. Ποιος ήταν θα μου πεις! Έχεις τα δίκια σου. Κανείς! Γιατί, απλούστατα, δεν έπρεπε να είναι κανείς έτοιμος για κάτι τέτοιο. It should not be allowed που λένε και στα Τρίκαλα Κορινθίας.

Το Σάββατο 9 Ιανουαρίου, κάποια άγνωστη δύναμη μου ξερίζωσε ένα κομμάτι μου. Αυτό! Δεν ξέρω αν μπορώ να το περιγράψω καλύτερα. Και δεν με παρηγορεί το γεγονός ότι θα είσαι εδώ στη θύμησή μου. Όχι ρε φίλε, ναι είμαι εγωιστής, θα προτιμώ πάντα το ενδεχόμενο να είσαι πραγματικά εδώ, δίπλα μου, με σάρκα, πνεύμα και ψυχή!

Querido δεν παίζεις τίμια. Έτρεξες μακριά μας και κανείς δεν ξέρει το γιατί.

Νομίζω ότι ξέρεις πόσο σε αγαπώ. Είμαι σίγουρος.

Νομίζω ότι ξέρεις πόσο μου λείπεις. Είμαι σίγουρος.

Νομίζω ότι ξέρεις πως εδώ θα γύρναγα για να σε χαιρετίσω. Είμαι σίγουρος.

Μου λείπεις αδερφέ μου. Μου λείπεις Apos…

5 Ιανουαρίου 2017

Ο Κύρος Γρανάζης και η Ρόδα

«Ρόδα είναι και γυρίζει», συνηθίζει να λέει ο θυμόσοφος λαός. Ωστόσο, όπως υπάρχουν κάποια παιδιά που δεν γίνονται «άντρες» (sic), έτσι φαίνεται πως υπάρχουν και κάποιες ρόδες που δεν είναι γραφτό να γυρίσουν.

Η ιστορία της «ρόδας» της Πλατείας Συντάγματος είναι λίγο πολύ γνωστή, καθώς το στήσιμο και ξε-στησιμό της πραγματοποιήθηκε μπροστά στα μάτια του αθηναίου και μη περαστικού καθ’ όλη την εορταστική περίοδο. Δυστυχώς στο φιλοθεάμων αθηναϊκό κοινό δεν έκατσε να χαρεί γυροβολιές στον αττικό ουρανό, καθώς και να κλέψει λίγο από την αίγλη του London Eye. Ως εκ τούτου, η ζωή του Athens Eye προσομοίασε περισσότερο με εκείνη μιας σκαλωσιάς οικοδομής, παρά με την πλουσιοπάροχη έκδοση αυτής της Γιάννας Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη.

Δεν θέλω να μπω στις διαδικαστικές λεπτομέρειες και αστοχίες που οδήγησαν στην αποτυχία του εγχειρήματος. Εξάλλου και παραιτήσεις του Προέδρου του Οργανισμού Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων, κ. Τεντόμα, είχαμε και δελτία τύπου από τη Δημαρχία και ανακοινώσεις από την εταιρεία. Τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους και σε γενικές γραμμές είμαι αρκετά καλόπιστος για να πιστέψω ότι εν τέλει οι δημότες της Αθήνας δεν επιβαρύνθηκαν ούτε με 1€. Σημαντικό, αλλά όχι ενδεικτικό! Στο πλαίσιο αυτό του κειμένου θα ήθελα να βουτήξω κάποια βήματα πιο πίσω, πολύ πριν αντικρίσουμε τη σιδερένια ρόδα στην πολύπαθη πλατεία, κάπως σαν σε παραμύθι.

Μια φορά κι έναν καιρό, πίσω από τις πόρτες κάποιων γραφείων της Κοτζιά ή της Λιοσίων κάθονταν κάτι τύποι. Ο περισσότερος κόσμος τους αποκαλούσε σύμβουλους και οι φήμες τους ήθελαν να κυκλοφορούν μονίμως με έναν ηλεκτρικό γλόμπο πάνω από το κεφάλι, ο οποίος ενίοτε άναβε και τους φώτιζε σαν θείο φως. Σκεφτείτε τους εσείς τώρα κάτι σαν τον Κύρο Γρανάζι, μόνο στο λιγότερο πτηνό. Οι τύποι αυτοί ήταν κατά βάση οι «έμπιστοι» του Δημάρχου και επιφορτισμένοι με το να κατεβάζουν ιδέες… πάσης φύσεως! Ομολογουμένως, άλλες φορές οι πολύφερνες ιδέες τους ήταν πετυχημένες και άλλες όχι ιδιαίτερα. Σε κάθε, όμως, περίπτωση – και αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό – ήταν οι άνθρωποι του Δημάρχου, εκείνοι που φρόντιζαν να είναι ασφαλής και να βγαίνει αλώβητος από όλους τους κινδύνους, οι οποίοι - πιστέψτε με – από μέρος που πέρασε ο Μήτσος ο Σον Σον, ο Νικήτας-Τσικίτας και η Θοδώρα η μικρή Εξερευνήτρια είναι πολλοί! Μια μέρα, λοιπόν, έπεσε στο τραπέζι η ιδέα μιας σιδερένιας φαντασμαγορικής ρόδας – εν όψει εορτών – στην πιο κεντρική πλατεία της πόλης. Για να είμαστε σωστοί στην ιστορία μας, η ιδέα φαίνεται να έπεσε από την ομάδα ενός άλλου κυρίου, οπότε οι Κύροι μας μπορεί να βρέθηκαν εξ απήνης. Ό,τι και να συνέβη, όμως, στην πραγματικότητα, γεγονός παραμένει ότι ερωτήθηκαν κατά πόσο η όλη ιδέα τους φαινόταν έξυπνη…

Ας διακόψω, όμως, εδώ το παραμύθι μας για μια πρώτη παρατήρηση - σχεδόν αξίωμα: «εν έτει 2017, με όλα όσα έχουν προηγηθεί, κανείς πολίτης δεν θα πιστέψει ότι η ρόδα δεν κόστισε τίποτα στο Δήμο». Να ξεκαθαρίσω πως δεν θα το πιστέψει όχι γιατί είναι αλήθεια, εξάλλου ο μέσος Έλληνας δεν εμπιστεύεται ποτέ την αλήθεια, αλλά γιατί η φυσική ροπή του Έλληνα είναι στο λαϊκισμό. Αρκεί να δει κανείς όλες τις μεταμνημονιακές εκλογικές αναμετρήσεις και την άνοδο κάτι τύπων σαν τον Αρτέμη Σώρρα! Οι Κύροι οφείλουν να αναγνωρίζουν αυτό το αξίωμα.

Ευθέως προχωρώ σε μια δεύτερη παρατήρηση: «πέραν της νομιμότητας μιας δαπάνης, υπάρχει και η σκοπιμότητα της ίδιας της δαπάνης». Οι απανταχού Κύροι θα σου απαντήσουν ότι μια τέτοια κίνηση θα παρείχε την απαραίτητη τουριστική προβολή της πόλης, ενώ θα απάλυνε όσο να ‘ναι το άλγος του ταλαιπωρημένου αθηναίου. Το πρώτο σκέλος είναι μάλλον αίολο, αφού η ρόδα δεν θα έμενε παρακαταθήκη στην πόλη, αλλά θα μας συντρόφευε για ένα πεπερασμένο διάστημα. Το δεύτερο σκέλος είναι ομολογουμένως αληθές, ιδιαίτερα δεδομένης της αδράνειας από μεριάς της γενικής κυβέρνησης και εγκληματικής Περιφερειάρχη, ωστόσο και εδώ προκύπτει ένα πρόβλημα σκοπιμότητας. Δεν υποτιμώ σε καμιά περίπτωση τη δύναμη της θετικής ψυχολογίας, ωστόσο ο πολιτικός – και κατ’ επέκταση ο κάθε Κύρος – πρέπει να κατηγοριοποιεί τις όποιες επιλογές κατά προτεραιότητα. Αναγνωρίζοντας τη σημασία της υποκειμενικότητας σε μια τέτοια προσπάθεια, δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι: «σε ποια κλίμακα προτεραιότητας δρα ως αναλγητικό μια ρόδα»;

Εκείνη την φορά κι εκείνο τον καιρό, παρόλες τις αντιρρήσεις κάποιων Κύρων, υπήρξαν κάποιοι άλλοι που βρήκαν την ιδέα της ρόδας θελκτική. Με τούτα και με εκείνα, η ρόδα άρχιζε να στήνεται πάνω στις ηρωικές ξύλινες παλέτες και ο περαστικός κόσμος είχε ανάμεικτα αισθήματα. Κάποιοι περαστικοί βρήκαν την ιδέα φανταστική, ενώ άλλοι αποκρουστική. Βέβαια, υπήρχαν και κάτι τρίτοι που έμειναν για λίγο στάσιμοι και κοίταξαν πίσω από τη ρόδα, αναλογιζόμενοι τους Κύρους, τους Δημάρχους, τους Τεντόμες, αλλά και τις παραπάνω δύο κατηγορίες πολιτών. Τέλος, κοίταξαν στο βάθος, το κιτρινωπό κτήριο που τα τελευταία χρόνια αντικατόπτρισε ένα γενικευμένο ρεύμα αρνητισμού και αγανάκτησης (ντεμέκ ως επί το πλείστον, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα συζήτησης). Έχοντας όλα αυτά στο μυαλό αναρωτήθηκαν μεγαλόφωνα: «γιατί είναι τόσο δύσκολο να βρει κανείς καλούς Κύρους σε αυτό τον τόπο»;
---
υ.γ. Ο Σύμβουλος πληρώνεται πρωτίστως για να προστατεύει αυτόν που συμβουλεύει. Οφείλει, λοιπόν, να ξέρει ότι στην πολιτική μια κίνηση δεν έχει σημασία πάντα πως εσύ θα την πλασάρεις, αλλά οφείλεις να συνυπολογίσεις το πώς οι πολίτες μπορεί να την αντιληφθούν. Ως προς την κατάληξη, οι εικόνες μιλούν από μόνες τους…










16 Νοεμβρίου 2016

Η Γραβάτα του Τσίπρα και ο Θεσμικός Μανδύας

Η επίσκεψη Obama πυροδότησε τη δημόσια σφαίρα με μια εκπληκτική μαγιά για συζήτηση, χλευασμό, σάτιρα και προβληματισμό. Εντούτοις, όπως συμβαίνει πάντα σε αυτή τη χώρα, η δεινότητα μας πάνω στην κοινωνική ανάλυση περιορίστηκε σε στιλιστικά ατοπήματα, σε λεκτικές πομφόλυγες και αδύναμα σημεία της μη-λεκτικής επικοινωνίας. Λίγο πολύ κάτι τέτοιο οφείλει να είναι αναμενόμενο από τους χρήστες των κοινωνικών δικτύων, οι οποίοι είναι αναγκασμένοι μέσα σε λιγοστούς χαρακτήρες και με την αρωγή οπτικοακουστικών μέσων να σκιαγραφήσουν ένα γεγονός, συχνά με μια διάθεση διακωμώδησης ή καυστικού σχολιασμού. Παρόλα αυτά, ακόμα και μέσω αυτής της περιορισμένης, ομολογουμένως, προσπάθειας καλλιεργείται ένα κλίμα, υπογραμμίζεται μια τάση και μπαίνουν θέματα στην ατζέντα της καθημερινότητας, αν όχι και της πολιτικής. Για το τελευταίο αρκεί κανείς να συμβουλευθεί τις ετήσιες μελέτες του Twiplomacy για να κατανοήσει πως ακόμα και η ίδια η πολιτική επικοινωνία – ίσως και η εν γένει διαδικασία παραγωγής πολιτικής -  μεταλλάσσεται σε έναν κόσμο που βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση.

Όλα τα παραπάνω – εκ μέρους τουλάχιστον των απλών πολιτών – είναι αναμενόμενα. Αυτό που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει ένα συμβιβασμό είναι η επιφανειακή ανάγνωση όλων των ανωτέρω από τη δημοσιογραφική κάστα, την πολιτική φάρα και τους ανθρώπους του πνεύματος. Διάβασα πολλά άρθρα, μερικά εκ των οποίων συμπαθητικά περί της παραβίασης του όποιου πρωτοκόλλου από τον Έλληνα Πρωθυπουργό και για την καταπάτηση του πρωτοκόλλου μόδας από μεριάς του κ. Τσίπρα. Αυτό που δεν διάβασα είναι μια κριτική στάση απέναντι στο γιατί, εκτός αν μας ικανοποιεί μια απάντηση του τύπου «γιατί μπορεί», «γιατί έτσι γουστάρει» ή «γιατί έτσι μας αρέσει». Μολαταύτα, ανέκαθεν πίστευα ότι ούτε η πολιτική, αλλά ούτε και η ορθά εφαρμοσμένη δημοσιογραφία δεν είναι μπύρες Amstel! Αυτό ακριβώς, λοιπόν, το κενό είναι που με παρακινεί να γράψω άλλη μια φορά. Όχι τόσο γιατί κάποιος θα το διαβάσει, όσο γιατί νιώθω την ανάγκη πως πρέπει να το υπογραμμίσω.

Ας αρχίσουμε από μια ερώτηση: «γιατί υπάρχουν τα πρωτόκολλα;». Η ανομοιογένεια των κουλτούρων και η αναπόφευκτη συνύπαρξη τους σε πολιτικό ή διπλωματικό επίπεδο ανέδειξε γρήγορα την ιστορική ανάγκη να συμφωνήσουμε πάνω σε διαδικασίες ή συστήματα κανόνων μέσω των οποίων διενεργούνται διακρατικά ή διπλωματικά γεγονότα. Τα πρωτόκολλα εμπεριέχουν έντονα το συστημικό παράγοντα, αφού είναι εκ φύσεως περιοριστικά και άκρως στεγανά. Αναμφίβολα μπορεί να φαντάζουν άνευρα, έως και εκνευριστικά, αφού μας βάζουν συχνά σε ξένα παπούτσια, πόσο μάλλον δε όταν συνήθως τα παπούτσια είναι εκείνα του ισχυρού, ο οποίος διαθέτει σε διαχρονική βάση μεγαλύτερη διαπραγματευτική ικανότητα. Το πρωτόκολλο δεν διαφέρει τραγικά από έναν όποιον άλλο τυπικό θεσμό, απλά διαθέτει μια πιο διεθνή διάσταση.

Πάμε ένα βήμα πιο πέρα στο συλλογισμό μας, με ένα πρόσθετο ερώτημα: «για ποιο λόγο μπορεί να παραβιάζονται τα πρωτόκολλα;». Τα πρωτόκολλα έχουν ένα κακό συνήθειο, είναι βαριά, στεγανά και ανελαστικά. Τυχόν παραβίαση τους – ειδικά όταν συμφωνείται από κοινού – εξυπηρετεί την υιοθέτηση πιο χαλαρών νορμών, έτσι ώστε να  επιτυγχάνεται η εξοικονόμηση χρόνου και κόπου, αλλά πολλές φορές και χάριν της αποτελεσματικότητας. Το ενδιαφέρον είναι τι συμβαίνει όταν η παραβίαση του πρωτοκόλλου γίνεται μονομερώς. Αποκλείοντας τις καθαρά ανορθολογικές εκδοχές παθολογικής συμπεριφοράς, πρέπει αναγκαστικά να δεχθούμε ότι η συνειδητή παραβίαση ενός πρωτοκόλλου εξυπηρετεί έναν απώτερο σκοπό, αποτελεί με άλλα λόγια μια «δήλωση». Η σημειολογία μιας ενέργειας έχει νόημα τόσο στην καθημερινότητα μας, όσο και στην πολιτική ζωή ενός τόπου. Κάποιος θα μπορούσε να υπερτονίσει και τη σημειολογική αξία της αδράνειας, αλλά θα ανοίξουμε ένα μεγάλο θέμα που δεν χρειάζεται για τους σκοπούς αυτού του κειμένου.

Πάμε, λοιπόν, στη μελέτη μιας πιο ειδικής περίπτωσης: «τι σημαίνει ότι ο Τσίπρας δεν φορά γραβάτα;».  Κατά τη γνώμη μου, ακόμα και η ίδια η ερώτηση φανερώνει μια κρίσιμη προβληματική και εξηγώ αμέσως γιατί. Το ότι ο Τσίπρας δεν φορά γραβάτα δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Η πιο απλή εξήγηση θα ήταν ότι δεν του αρέσει ή τον πνίγει στο λαιμό. Ωστόσο, το ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός δεν φορά γραβάτα σε μια επίσημη συνάντηση με ομολόγους του σημαίνει κάτι. Αν για παράδειγμα ο Έλληνας Πρωθυπουργός ήθελε να κάνει μια σημειολογική δήλωση με τη μη-χρήση της γραβάτας, προσωπικά δεν θα είχα κανένα πρόβλημα. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν εξάγεται με οιοδήποτε τρόπο τα τελευταία χρόνια. Αντιθέτως, η μόνη πειστική εξήγηση δίνεται από τη σημερινή ανάρτηση του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας, κ. Πολλάκη, ο οποίος παρέθεσε το εξής σχόλιο:


Η γραβάτα, λοιπόν, ταυτίζεται σημειολογικά με το σύστημα, το κατεστημένο και την καθεστηκυία τάξη που η Κυβέρνηση θέλει να καταπολεμήσει. Με κίνδυνο να θεωρηθώ μέλος αυτής της ιδιότυπης cosa nostra θα υπογραμμίσω ότι αυτή η σημειολογία είναι τουλάχιστον βρεφικού επιπέδου, αν όχι παντελώς κενή. Με την ίδια λογική, θα προτιμούσα πιότερο ο Έλληνας Πρωθυπουργός να εμφανιζόταν στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής με μπλούζα του Che Guevara, παρά χωρίς γραβάτα.

Αναμφίβολα, η απουσία γραβάτας είναι απλά ένα καρέ και σε καμιά περίπτωση ολόκληρη η ταινία, όχι μόνο για τον Τσίπρα, αλλά και για την πλειοψηφία των μελών της Κυβέρνησης. Το καίριο ερώτημα και πάλι δεν είναι αν ο Τσίπρας εκθέτει μια χώρα με την παράβαση των διεθνών νορμών, αλλά κατά πόσο ο Τσίπρας είναι συμφιλιωμένος με τη θεσμικότητα του να είναι κάποιος Έλληνας Πρωθυπουργός. Είναι άλλο πράγμα τι δεν μου αρέσει εμένα να πράττω ως κος Μηδενικός και άλλο το τι δεν μου αρέσει να κάνω όταν βρίσκομαι σε μια θεσμική θέση. Η ουσία είναι ότι ο Τσίπρας απεχθάνεται το θεσμικό του μανδύα και αυτό δεν είναι άποψη σε επίπεδο lifestyle, αλλά άρνηση της ίδιας της θεσμικότητας του ρόλου για τον οποίο πάλεψε με κάθε μέσο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του περιόδου.

Ειλικρινά, δεν θα με πείραζε διόλου αν ο Πρωθυπουργός Τσίπρας ήθελε να ηγηθεί μιας εκ βαθέων ανατροπής του θεσμικού κεκτημένου-κατεστημένου, εφόσον βέβαια αυτό το είχε βάλει πάνω στο τραπέζι του κοινωνικού διαλόγου. Ωστόσο, ο Πρωθυπουργός Τσίπρας, παρότι ευαγγελίστηκε την ανατροπή, τυλίχτηκε βασανιστικά μέσα στην κουβέρτα της καθεστηκυίας θεσμικότητας, είτε αυτή λέγεται αστική δημοκρατία, είτε αυτή λέγεται πατερίτσα των Θεσμών, είτε λέγεται ευρωπαϊκότητα της Ελλάδας. Εν τέλει η αντίδραση του προσομοίασε πιότερο εκείνης ενός εφήβου – ή ακόμα χειρότερα ενός παιδιού – που φοράει το πολυφορεμένο t-shirt μόνο και μόνο για να «την σπάσει» στον καταπιεστικό γονέα, παρά μιας ενός ώριμου και συνειδητοποιημένου ηγεμόνα. Είναι ακριβώς αυτή η έλλειψη συμφιλίωσης του Τσίπρα, της Κυβέρνησης και του Κόμματος του με το θεσμικό τους ρόλο που με τρομάζει, που με ανησυχεί και που με κάνει να αμφιβάλλω για την ωριμότητα του.


Σε προηγούμενο κείμενό μου ανέλυσα την εφηβικότητα του ΣΥΡΙΖΑ στα χρόνια του Μνημονίου. Νομίζω ότι αυτή η εφηβική φάση του ΣΥΡΙΖΑ μαζί με την έλλειψη συμφιλίωσης του με το θεσμικό μανδύα που φέρει η θέση του είναι που προκαλεί ένα σύνολο προβληματικών. Εκεί εντοπίζεται η ουσία, η γενεσιουργός αιτία της μιζέριας του. Και βέβαια το ζήτημα είναι ακραία υπαρξιακό, ένα θέμα που πρέπει ο ίδιος ο Αλέξης και το Κόμμα του να λύσουν. Δεν μπορώ, όμως, παρά να αναρωτιέμαι: όταν ένας λαός φαντάζει ως το ανήλικο στερνοπούλι μιας οικογένειας που ξεκληρίστηκε σε ένα ατύχημα, πόση πολυτέλεια μπορεί να έχει για να δέχεται ως κηδεμόνα το μεγάλο, αλλά εξίσου ανήλικο, αδερφό του;    

25 Οκτωβρίου 2016

Στα Χρόνια της Μνημονιακής Εφηβείας

Ο ιστορικός του μέλλοντος έχει υλικό για διατριβές τουλάχιστον μιας δεκαετίας. Παρότι για αυτό είμαι σχεδόν σίγουρος, δεν θα μπορούσα, με περισσή ευκολία, να παραδεχτώ ότι ο έλληνας ιστορικός του μέλλοντος θα έχει τη δυνατότητα να κατοικεί εντός της επικράτειας. Παρά  ταύτα κι από το ενδεχομένως εξω-ευρωπαϊκό και δεσμευτικά βροχερό Λονδίνο μια χαρά κάνει ένας ιστορικός τη δουλειά του.

Δεν θα τολμούσα να επιχειρήσω εδώ μια αποτίμηση της μεταμνημονιακής εποχής στην Ελλάδα. Εξάλλου, έξι και χρόνια μνημόνια – πασοκικά, νεοδημοκράτικα και συριζαΐκά – και δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να αποτιμήσουμε επαρκώς τους λόγους που μας έφτασαν εδώ. Θες η καθαγιοποίηση του Βούδα της Ραφήνας και οι εκλεκτές του συγγένειες με την επωνομαζόμενη «αριστερά», θες η ένοχη και η παθολογική μας λατρεία στον πάλαι ποτέ πασοκισμό… πάντως ο ειλικρινής αντικατοπτρισμός στα μύχια της ψυχής του Έλληνα απέχει παρασάγγας από αυτό που θα μπορούσε κάποιος να ορίσει «επαρκές».

Ωστόσο, αυτό που θα μπορούσα να ισχυριστώ με κάποια βεβαιότητα είναι ότι καμιά κυβέρνηση μετά το 2010 δεν έκανε κύριο της το όποιο μνημονιακό διακύβευμα. Θα μου πείτε: «βρε μπάρμπα, πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό, όταν ο μέσος κάτοικος της χώρας ευλογούσε τις αλησμόνητες πατρίδες προ του 2008;». Ορθώς, θα ανταπαντούσα ευθέως! Εντούτοις, σε κάποια γωνία αυτού του ιδιότυπου γνωσιακού δίπολου θαρρώ πως βρίσκεται η εξήγηση του εμφανώς δυσεπίλυτου διλήμματος. Αυτά ας τα αφήσουμε όμως για μια άλλη φορά…

Επαγωγικά, από τον παραπάνω σύντομο και αποσπασματικό συλλογισμό, προκύπτει, όμως, μια εύλογη απορία. Αν οι προηγούμενοι κυβερνώντες δεν κατάφεραν να εσωτερικοποιήσουν το μνημονιακό αφήγημα, πώς αναμένουμε να το πετύχει αυτό ένα κόμμα της Αριστεράς; Η απάντηση και πάλι θαρρώ πως θα έπρεπε να είναι κατηγορηματική. Ένα γνήσιο κόμμα της Αριστεράς δεν θα μπορούσε ποτέ να ενστερνιστεί επί της ουσίας ένα μνημονιακό αφήγημα! Στο αξίωμα αυτό θα ενέτασσα και το πνεύμα της ανακοίνωσης του 2ου Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, μέσα στο οποίο μπορεί κανείς να διακρίνει τη συνύπαρξη λέξεων όπως «μνημόνιο», «παράλληλο πρόγραμμα» και «επιτροπεία». Περιέργως, η μεταμνημονιακή συνταγή της αποτυχίας αποκρυσταλλώνεται μέσα από αυτούσια πρόταση της ανακοίνωσης και έχει ως εξής: «Ασφαλώς, όμως, η συμφωνία, δεν είναι το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε είναι «ιδιοκτησία της Αριστεράς», όπως δημόσια ζητούν να αναγνωρίσουμε εκπρόσωποι των δανειστών σε μια προσπάθειά τους να ξαναγράψουν την ιστορία της σκληρής διαπραγμάτευσης και του αγώνα που δώσαμε και να σβήσουν το ίχνος του δικού τους αδίστακτου εκβιασμού». Με άλλα λόγια, η ιδιοκτησία των μετά το 2010 μνημονίων παραμένει μετέωρη σε μια ατέρμονη λούπα και αυτά γυρνούν σαν αδέσποτα σκυλιά, τα οποία ως συνήθως πεινασμένα κλέβουν και δαγκώνουν περαστικούς.

Ο Τσίπρας φαίνεται να είναι από τους λίγους – μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ – που κατανοεί ότι μπορεί ιστορικά η εγκαθίδρυση του ΣΥΡΙΖΑ να μην περνά μέσα από το Μνημόνιο καθεαυτό, αλλά σίγουρα περνά μέσα από την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα per se. Παρότι αυτό είναι, μάλλον, αυτονόητο, για κόμματα όπως η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ ή το ΚΚΕ, το ίδιο δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι ισχύει και για το ΣΥΡΙΖΑ. Από μια άλλη σκοπιά, εύλογα κάποιος θα υπογράμμιζε ότι η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς την ενηλικίωση είναι ένα τίμημα που ενδεχομένως πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα, αλλά και οι Έλληνες ως πολίτες να υπομείνουν.

Εντούτοις, η όποια ενηλικίωση ανθρώπου ή κόμματος δεν γίνεται αναίμακτα. Μακάριοι οι γονείς που μεγάλωσαν παιδιά που δεν πέρασαν έντονη εφηβεία, ωστόσο ο κανόνας, μάλλον, θέλει τον κάθε νέο να διανύει μια περίοδο βαθιάς άρνησης και αμφισβήτησης της καθεστηκυίας τάξης και των νορμών που του επιβάλλονται με ένα πατριαρχικό σχεδόν τρόπο. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν έφηβος, τότε περιγραφικά θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τις αντικρουόμενες απόψεις στο εσωτερικό του σαν φωνές που αντηχούν στο μυαλό ενός εφήβου. Πρόκειται για μια σύγκρουση νοητικών μοντέλων, μια μάχη ανάμεσα στο παλιό που έχει χειραφετηθεί από το στενό οικογενειακό πυρήνα και το νέο που διοχετεύεται αδιάλειπτα μέσα από την απότομη ένταξη του ατόμου στην κοινωνία, έξω από την προστατευτική γυάλα του οικογενειακού κλοιού. Και για να είμαστε ξεκάθαροι, αυτή δεν είναι μια διεργασία που οφείλει να περάσει μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ ως παγκόσμια πρωτοτυπία. Όλοι ανεξαιρέτως οι κομματικοί οργανισμοί περνούν – σχεδόν νομοτελειακά – τις φάσεις του κύκλου ζωής τους. Αυτό που διαφοροποιείται, όμως, από περίοδο σε περίοδο είναι οι συνθήκες του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα αυτός ο κύκλος ζωής. Γιατί αγαπητοί μου, άλλο είναι να περνάς τη φάση της εφηβείας με ένα γερό πορτοφόλι στήριξης από τους δόλιους γονείς και άλλο ορφανός σαν ήρωας του Καρόλου Ντίκενς.

Ο πολιτικός χρόνος μέσα στον οποίο ένα κόμμα μπορεί να ξεδιπλώσει μια πολιτική, να δώσει σχήμα σε μια ιδεολογία, να εξασφαλίσει τα συμφέροντα των ημετέρων του… και γιατί όχι και να ενηλικιωθεί είναι κρίσιμος και θεμελιακός παράγοντας βιωσιμότητας του όποιου εγχειρήματος. Αυτό δεν αλλάζει! Ως σημείο του καιρού μας, όμως, αυτό που διακρίνεται δια γυμνού οφθαλμού με αρκετή μυωπία είναι ότι αυτός ο χρόνος συστέλλεται συνεχώς, δίχως καμία δυνατότητα επιμήκυνσης. Αντιθέτως, η τάση και η εμπειρία δείχνει ότι μαζεύεται σχεδόν καχεκτικά, όπως ακριβώς το πανάκριβο πουλόβερ που μπήκε στο πλύσιμο. Και μπορεί η νοικοκυρά να κλαίει γοερά και επίμονα για τα λεφτά που είχε ξοδέψει για να το αγοράσει πίσω στο 2006, αλλά το κυρίαρχο πρόβλημα μένει… έρχεται χειμώνας και αυτή θα μείνει άλλη μια χρονιά με τη γύμνια της μέσα στο κρύο…



29 Ιουλίου 2016

Νεφελοκοκκυγία

Πούθε πέφτει αλήθεια η Νεφελοκοκκυγία; Ψηλά αναμφίβολα, μιας τέτοιας χώρας της πρέπει ο αιθέρας. Αριστοφανικά, η εν λόγω μυθική γεωγραφία τοποθετείται κάπου ανάμεσα στους Θεούς και τους Ανθρώπους, θέση στρατηγική, αφού σε άλλες εποχές θα περνάγαμε και αγωγούς φυσικών αερίων ή μερικές γραμμές μετρό να μας βρίσκονται αν μπορούσαμε. Για καλή τύχη, βέβαια, τόσο της Νεφελοκοκκυγίας όσο και των απανταχού φορολογουμένων, αυτό δεν δύναται φυσικώς να επιτευχθεί. Από την άλλη οι Πεισθέταιροι και Ευέλπιδες  σε αυτή την πλάση ποτέ δεν στέρεψαν ή έστω περίσσεψαν.

Γιατί, άραγε, ως άνθρωποι έχουμε τη φυσική ροπή να αποζητούμε τη Νεφελοκοκκυγία; Ή κοιτώντας το ελαφρά λοξά το θέμα, γιατί είμαστε τόσο επιρρεπείς στην υπόσχεση της; Η απάντηση στο ερώτημα θαρρώ πως είναι απλή και διττή. Πρώτον, διότι αυτή είναι η φύση μας και δεύτερον γιατί κάπως πρέπει να ζήσουν οι Πεισθέταιροι και οι Ευέλπιδες. Ποιος άλλωστε δεν επιθυμεί να ίπταται ξεκούραστος στους αιθέρες του μυαλού, χωρίς έννοιες, χωρίς σκοτούρες, με πακτωλό χρημάτων (δανεικών και αγύριστων κατά προτίμηση) και βασικά να διαθέτει και στο τσεπάκι του εξουσία επί των Θεών, επιχειρώντας έτσι περήφανες και πρωτόγνωρες για εαυτόν πολύωρες διαπραγματεύσεις μαζί τους. Εξάλλου, για το χρήμα, την εξουσία και τον έρωτα έχουν, ιστορικά, γίνει τα μεγαλύτερα εγκλήματα και μάχες, και οι Πεισθέταιροι αυτού του κόσμου το γνωρίζουν αυτό πολύ καλά.

Πούθε πέφτει, λοιπόν, η Νεφελοκοκκυγία; Άραγε δύναται να βρίσκεται παντού, να περικλείει όλη την πλάση, δίχως διαχωρισμούς κι αποκλεισμούς; Ο Πεισθέταιρος θα υποστήριζε ότι όλοι έχουμε δικαίωμα στο όνειρο, αλλά και το βίωμα, του να ζούμε, του να πάρουμε τη θέση που μας αξίζει στη Νεφελοκοκκυγία. Αίτημα δίκαιο, ωσάν τη δίκαιη ανάπτυξη, αξία θεμελιακή, αυτονόητη. Πλάι του, ο Ευελπίδης θα προσέθετε σαφώς ότι είναι βέβαιος ότι το status της Νεφελοκοκκυγίας θα είναι παρασάγγας καλύτερο για όλους, από αυτό που ζούμε τώρα.

Πώς πάμε, όμως, στη Νεφελοκοκκυγία; Μα σας το είπα, μετρό δεν υπάρχει, πάνω-κάτω σαν τη Θεσσαλονίκη ένα πράγμα, και ο ΟΑΣΘ έχει 24ωρη απεργία… χαλαρά. Σύμφωνα με τα λόγια του Πεισθέταιρου, όμως, ο δρόμος για τη Νεφελοκοκκυγία πρέπει να είναι πρωτίστως περήφανος, όχι δοσίλογου χαρακτήρα σαν αυτό που βιώναμε χρόνια τώρα. Παρομοίως, η αιθέρια αυτή πόλη οφείλει να κομίζει το «νέο». Ποιο νέο; Ώχου αδερφέ, αυτό που δεν είναι παλιό! Τι είναι παλιό; Αυτό που βιώνεις ντε, δεν έχεις κουραστεί μέσα σε αυτή τη διαρκή άχλη. Τι είναι άχλη; «Χμμμ… θαρρώ σε καλό δρόμο είμαστε», αναφώνησε ο Ευελπίδης κάπου πίσω από μια συκιά.

Είναι κάτι ακόμα που πρέπει να γνωρίζουμε για τη Νεφελοκοκκυγία; Τίποτα παραπάνω που να θέλω να μάθεις είναι η αλήθεια, σιγοψιθύρισε ο Πεισθέταιρος ένοχα. Τώρα αν εσύ είσαι κάνας μπούφος, τιμητικός πολίτης της Νεφελοκοκκυγίας, και δεν διαβάζεις τα ψιλά γράμματα, δεν θα φέρω εγώ καμιά ευθύνη, σκέφτηκε και μειδίασε ένοχα ο Ευελπίδης. Θα μπορούσα εγώ δηλαδή να σας ενημερώσω ότι στη Νεφελοκοκκυγία δεν έχει χρήματα (κάτι σαν μόνιμα capital controls βρε αδερφέ), δεν λέει κανείς ψέματα (δηλαδή βασικά είναι όλοι τόσο μπούφοι που χωνεύουν αμάσητα όλα τα ψέματα) και δεν γίνονται δίκες (σκέψου τώρα εσύ σαν να λέμε τη Θάνου με το μαλλί Ναυτίλο να περιμένει στην ουρά του ΟΑΕΔ για το επίδομα ανεργίας σε είδος… λεφτά δεν έχουμε είπαμε), αλλά όλα αυτά δεν θα σας τα πω. Η χάρη του να ανακαλύπτει μόνος του ο άνθρωπος τα λάθη του είναι βίωμα ανεπανάληπτο και με αξία ανεκτίμητη.

Και τώρα που στα είπα όλα αυτά, τι λες, πάμε Νεφελοκοκκυγία;


25 Ιουλίου 2016

Semantics^29

Ας αρχίσουμε από τα απλά, τα τόσο εύληπτα ακόμη και στον πιο αδαή: Δευτέρα στη δουλειά Ιούλη μήνα δεν είναι κάτι που διαχειρίζεται κάποιος αγόγγυστα. Θέλει αρετή και τόλμη το Δευτέρα στη δουλειά μετά από ένα Σάββατο ξέφρενου γλεντιού στα «γεράματα». Τα ακούς Κάλβο μου;

Παραβλέποντας, όμως, αυτή την πανανθρώπινη αξία (sic), σήμερα νεκρανασταίνομαι διαδικτυακά και ιστολογικά μόνο και μόνο γιατί το όφειλα. Γιατί το να ανακαλύπτεις ένα τραγούδι που σε χτυπάει σαν σαϊτιά και σου ξεπετά εικόνες, δεν είναι εύκολο πράγμα στη σήμερον ημέρα. Γιατί όταν οι γύρω σου – και εσύ - κοπανιόνται, ομολογουμένως με κέφι, στους ήχους της Ελένης και της Έλενας είναι σαφώς ένα όμορφο θέαμα. Ωστόσο, από την άλλη, όταν μετά από πολύ χορό χωρίς τα γυαλιά (μέσα σαν να λέμε στην γκαβομάρα, αλλά και σε απόλυτο trance) τα ξαναβάζεις, συνειδητοποιείς – σχεδόν κρυστάλλινα - ότι απέναντι σου κάθεται το πιο σταθερό, το πιο λατρεμένο, το πιο αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής σου, αν όχι της ίδιας σου της ύπαρξης. Και εκεί συνειδητοποιείς ότι όλα τα άσματα που θα ακούσεις εκεί, δεν μπορούν να περιγράψουν την ευγνωμοσύνη που νιώθεις. Έρχεται, λοιπόν, η τσαγκαροδευτέρα στη δουλειά και εκεί που λες ότι δεν υπάρχει ελπίδα, νιώθοντας ασυνείδητα εκείνο το μουσικό κενό από το Σάββατο, περνά εμπρός σου – σχεδόν τυχαία – ένα τραγούδι που έχει τίτλο «Οι Επιζώντες». Τίτλος βαρύγδουπος, σχεδόν Μακροπουλικός και Θεωδορακικός. Δεν έχεις χειρότερο δευτεριάτικα!

(Ανέκαθεν θεωρούσα ότι οι στίχοι είναι αυτοί που κάνουν το τραγούδι… άσμα! Ειδικά για έναν άνθρωπο που αναγνωρίζει – σχεδόν έμφυτα – ότι οι λέξεις έχουν τη δική τους δύναμη, τη δική τους ζωή, τόσο εύπλαστη και γκεσταλτική από άνθρωπο σε άνθρωπο, καταλαβαίνεις ότι δύσκολα μπορώ να πάθω το AHA effect.)

Από τους πρώτους στίχους κιόλας τοποθετήσε μοναχός στο κέντρο μιας άδειας πλατείας θεάτρου, αίσθημα σπάνιο. Στη σκηνή είναι ένας μόνο άνθρωπος που έχει φάει έναν προβολέα στο κεφάλι, τόσο δυνατό που τον τυφλώνει. Το βάρος της λάμψης είναι τέτοιο που είναι σαν να λες ότι δεν μπορεί να σηκώσει καν το λαιμό του. Τα πρώτα του λόγια βγαίνουν ψιθυριστά, αλλά την ίδια στιγμή με σθένος και βεβαιότητα ότι για αυτό που ομολογεί (ναι ομολογεί!) είναι σίγουρος όσο ότι το χτύπημα της καρδιάς δίνει ζωή. Λέξη-λέξη αυτή η ατσάλινη πίστη στις λέξεις, στα λόγια του, στα θέλω του, εξελίσσεται και μαζί του ο μυς στον αυχένα λες και γίνεται όλο και πιο δυνατός, τόσο που να του επιτρέπει μερικά ακόμη εκατοστά πιο κοντά στο απευθείας βλέμμα του στη δέσμη φωτός του προβολέα. Είναι τελικά σε ένα κρεσέντο που το πρόσωπο του φτάνει να λούζεται όλο από το φως, σχεδόν σαν μια εικόνα θείας αποκάλυψης. Ο απολογισμός της «άλλης μιας χρονιάς» φορτώνεται με στιγμές απλές, καθημερινές, μπορεί και διονυσιακές, αλλά σε κάθε περίπτωση ανθρώπινες. Το θράσος του είναι τέτοιο που ακόμη και ο ίδιος ο προβολέας δεν μπορεί να αντισταθεί στο σθένος του, στην πυγμή ότι για «άλλη μια χρονιά» εγώ είμαι εγώ και θα συνεχίσω σε πείσμα των καιρών να είμαι εγώ. Και κάπου εκεί ο προβολέας χάνει το πάνω χέρι, η ισχύς του πέφτει, πλέον φέγγει σαν την πιο γλυκιά πανσέληνο του καλοκαιριού… και εκεί για πρώτη φορά, ο ερμηνευτής βλέπει ότι δεν είναι μόνος. Μέσα στην πλατεία υπάρχει ένα ανθρωπάκι που έχει δει όλο αυτό το σκηνικό να ξεδιπλώνεται, νιώθοντας μια ένοχη απόλαυση που έχει υπάρξει μάρτυρας αυτής της ιδιότυπης εξομολόγησης, την οποία ωστόσο θα μπορούσε να είχε κάνει και το ίδιο.   

Ο «επιζών» του Γεράσιμου είναι ένας. Γεγονός! Ωστόσο, η μαγεία του είναι πως μέσα από αυτή την αναμφισβήτητη μοναδικότητά του, μπορεί να ντύσει με τον μανδύα του τον καθένα μας… και κάπως έτσι να γίνει «πολλοί». Σε τελική ανάλυση, αν ένα άσμα μπορεί να το καταφέρει αυτό ακριβώς έστω και για έναν άνθρωπο, τότε δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ολότελα ευλογημένο. Μπράβο Γεράσιμε!



22 Δεκεμβρίου 2015

Ένα κείμενο-reboot για το Σύμφωνο Συμβίωσης 7 χρόνια μετά...

(Στις 18 Μαρτίου του 2008 έγραψα το παρακάτω διήγημα υπέρ της επέκτασης του Συμφώνου Συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια. Σήμερα – αν όλα πάνε καλά – νομίζω ότι οφείλω να του αλλάξω την τελευταία παράγραφο…)

Τον πρώτο μου γάμο τον έκανα το 1979. Την λέγανε Πίτσα. Αχ αυτή η Πίτσα, τι να κάνει άραγε τώρα; Άλλοι καιροί βλέπεις τότε, ήμασταν πιο λεύτεροι και είχαμε τα μυαλά μας πάνω απ’τα κεφάλια μας. Η μάνα μου, που λες, την Πίτσα δεν την πήγαινε καθόλου. Ήταν λέει κορδελιάστρα και δεν έκανε για την κλάση μας. Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι εννοούσε η μάνα μου με τον όρο κλάση. Ο πατέρας μου ήταν μανάβης και εκείνη μοδίστρα. Τι σκατά κλάση μπορούσαμε να έχουμε όταν τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα σε ένα χωριό έξω από τη Λάρισα και την εφηβεία μου στα Πετράλωνα; Το είπα αυτό μια φορά στη μάνα μου κι έγινε ο χαμός. Άρχισε να με ψέλνει ότι δεν εκτιμώ ό,τι έχουν κάνει για εμένα και ότι είμαι ένας αχάριστος και μισός. Μπορεί και να ήμουν, τι να πω; Θυμάμαι πάντως ότι ήταν δυο μήνες πριν παντρευτώ την Πίτσα που ‘γινε αυτή η συζήτηση με τη μάνα μου. Να ‘ναι καλά εκεί που είναι. Η μάνα μου ντε, όχι η Πίτσα. Γιατί τελικά η μάνα μου είχε δίκιο. Δεν αποδείχθηκε γυναίκα της προκοπής το γυναικάκι.

Την Πίτσα που λέτε τη γνώρισα σε ένα μπαρ και μου ‘ρθε αμέσως ο ντουβρουτζάς. Δε λογάριασα ούτε γονείς, ούτε φίλους. Παρότι όλοι μου λέγανε ότι ήταν σκάρτη. Αν την θωρούσες το καταλάβαινες αμέσως, αλλά εγώ βλέπετε την είχα δαγκώσει τη λαμαρίνα. Τους αγνόησα όλους τελικά και δυο μήνες μετά την πήρα με παπά και με κουμπάρο. Μας πάντρεψε στην εκκλησία του Αη Γιώργη ο κολλητός μου – ο Νίκος - κι εγώ ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Σας είπα ότι η μάνα μου δεν την ήθελε; Αα ναι σας το ‘πα! Δίκιο είχε τελικά η αναθεματισμένη. Έξι μήνες μετά με παράτησε και έφυγε με το Νίκο για τη Θεσσαλονίκη. Αχ ρε τι σκρόφα!

Να μην σας τα πολυλογώ δεν το έβαλα κάτω. Αμέσως μετά ήρθε στη ζωή μου η  Μαίρη. Ήταν 1981 και λίγο πριν την πολυπόθητη «αλλαγή», τη γνώρισα σε μια συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ. Η Μαίρη ήταν σοσιαλίστρια. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο η μάνα μου είπε ότι ούτε αυτή ήταν της κλάσης μας. Θα μας έπαιρνε λέει τα κτήματα στη Λάρισα και θα τα έδινε στον Ανδρέα. Βλακείες βέβαια! Η Μαίρη δεν ήξερε προσωπικά τον Ανδρέα, αλλά ακόμα κι αν τον γνώριζε κάποια μέρα, σιγά μην του έδινε τίποτα. Όλα για όλα. Η Μαίρη μπορεί να ήταν σοσιαλίστρια, αλλά δεν έδινε ούτε της μάνας της ψωμί – που λέει ο λόγος. Τέτοια τσιγκούνα γυναίκα δεν έχω ξαναματαγνωρίσει από τότε. Στην αρχή με γοήτευε το ότι ήταν οικονόμα, αλλά μετά μου κακοφαινόταν και λίγο. Τι να πεις, έκλαψα λίγο, όμως έκατσα…

Πάντως ο κύριος λόγος που η μάνα μου δεν τα πήγαινε καλά με την Μαίρη ήταν ότι η τελευταία δεν ήταν και πολύ θρήσκα. Το αντίθετο θα έλεγε κανείς. Αυτού του Σεραφείμ τι του είχε σύρει δεν λέγεται. Τραγόπαπα τον ανέβαζε, απολειφάδι της κοινωνίας τον κατέβαζε. Η μάνα μου δεν ήθελε και πολύ. Φανατική χριστιανή και δεξιά με κρυφή αλλά εξακριβωμένη λατρεία στον Τέως, όταν συναντιόταν με τη Μαίρη μουτζοπιάνονταν για το παραμικρό. Εγώ πάντα στη μέση, να εξισορροπώ τα πάντα.

Τη Μαίρη την παντρεύτηκα το 1982 χωρίς παπά και χωρίς κουμπάρο – σε αντίθεση με την Πίτσα. Δεν πρόλαβε να ψηφιστεί ο θεσμός του πολιτικού γάμου και εμείς ήμασταν από τους πρώτους που τον εγκαινιάσαμε. Είχε τέτοια εμμονή η Μαίρη με τον πολιτικό γάμο που ώρες-ώρες μου έδινε την εντύπωση ότι ακόμα και αν δεν με είχε γνωρίσει εκείνη την περίοδο, θα έβρισκε άμεσα έναν αντικαταστάτη μόνο και μόνο για να κάνει από τις πρώτες πολιτικό γάμο. Τέτοια τρέλα είχε!

Τα πράγματα δεν πήγαν πολύ καλά ούτε και με τη Μαίρη. Μετά από 5 χρόνια γάμου χωρίσαμε ήρεμα και ωραία. Εν τω μεταξύ ο Θεός μας φύλαξε να μην κάνουμε παιδιά, γιατί δεν θα μας φταίγανε σε τίποτα τα καημένα να βιώσουνε έναν χωρισμό. Τη μέρα που χώρισα με τη Μαίρη, η μάνα μου κάλεσε όλη τη γειτονιά και το γλεντήσανε. Χορούς και πανηγύρια σας λέω. Μόνο κονκάρδες δεν είχε ετοιμάσει που να γράφουν «πήρε πόδι η κομμουνίστρια». Που συγνώμη, η Μαίρη ήταν τόσο κομμουνίστρια, όσο διεθνής είναι η καριέρα της Άννας Βίσση… καθόλου δηλαδή! Ποτέ δεν είχα δει τη μάνα μου έτσι. Ήταν για πρώτη φορά στη ζωή της χαρούμενη και περιποιητική μαζί μου. Με χάιδευε και μου ‘λεγε ότι θα βρω σύντομα μια κοπέλα της κλάσης μας, η οποία θα σέβεται την Ελλάδα και τη χριστιανική ηθική κι όχι αυτό τον διάβολο που εδώ και 5 χρόνια ονόμαζα γυναίκα μου. Αυτή η κλάση… τι εννοούσες ρε ριμάδα με αυτή την κλάση; Δεν την κατηγορώ την κυρά Κατερίνα – έτσι ‘λέγαν τη μάνα μου – έτσι μεγάλωσε κι έτσι πορεύτηκε στη ζωή της. Δεν θα μπορούσα ποτέ να την αλλάξω. Και για να λέμε και του στραβού το δίκιο, δεν ήθελα καν να την αλλάξω, μου άρεσε έτσι δυναμική και αρχέγονη.

Η μάνα μου πέθανε το 1990 και ποτέ δεν αξιώθηκα να μάθω τι εννοούσε με τη φράση «της κλάσης μας». Δεν ήταν μεγάλη, αλλά ούτε και παιδούλα. Ποτέ δεν μπορούσες μ’ αυτή τη γυναίκα να βγάλεις άκρη σχετικά με την ηλικία της. Είχε κάτι το απροσδιόριστο επάνω της. Ο χρόνος δεν άφηνε το στίγμα του, αλλά ούτε και φαινόταν να μην περνάει και καθόλου από το κατώφλι της. Ο πόνος μου ήταν αβάσταχτος. Βλέπετε ήμουν μοναχοπαίδι κι ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν 13 χρονών. Γι’ αυτό το λόγο κιόλας φύγαμε από τη Λάρισα και ήρθαμε στους συγγενείς μας στην Αθήνα. Το χωριό δεν μας σήκωνε καθόλου μετά το χαμό του πατέρα.

Όταν πέθανε η μάνα μου ένιωσα την απόλυτη μοναξιά. Τότε ήρθε στη ζωή μου ο Πάνος. Εντάξει, δεν θα σου αρνηθώ ότι δεν είχε περάσει από το μυαλό μου, ότι δεν χάζευα στα κλεφτά στα αποδυτήρια των γυμναστηρίων, ωστόσο η άρνηση μου ήταν τόσο καλά θαμμένη που πέρασε καιρός μέχρι να συμβιβαστώ με αυτή τη διαφορετικότητα, αυτή την αλλαγή… όλο αυτό τελοσπάντων. Με τον Πάνο, όμως, όλα φαίνονταν… χμ… αλλιώς. Δεν μου θύμιζε τίποτα από το αποτυχημένο ερωτικό παρελθόν μου. Ήταν μια όαση μέσα στην ξηρασία της μιζέριας μου. Απόδειξη των δυνατών μου συναισθημάτων είναι ότι ακόμη και σήμερα που τα λέω όλα αυτά, είμαστε ακόμα μαζί, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια αρμονικής συμβίωσης και αλληλοϋποστήριξης. Είναι ο άνθρωπος μου και είμαι το στήριγμα του. Μπορεί να ακούγεται μελό, αλλά έτσι το νιώθω. Μπορεί να σας ακούγεται έστω και αστείο. Δυο άντρες δυο μέτρα ίσα με εκεί πάνω και να το παίζουν ζευγάρι. Τι να πω; Στην αρχή ένιωθα άσχημα. Όχι που ήμασταν μαζί. Αυτό διόλου δεν με πείραζε. Δεν είχα υπαρξιακές ανησυχίες, αλλά να… με ενοχλούσε πολλές φορές ο τρόπος που μας κοίταζαν κάποιοι. Με τον καιρό βέβαια το συνήθισα. Συνήθισα τον οίκτο. Συνήθισα να γράφω στα παπάρια μου τον κάθε μαλάκα. Συνήθισα τη μισαλλοδοξία και το ρατσισμό αυτής της γαμημένης της κοινωνίας. Όμως μεταξύ μας, συνήθισα τη μίζερη ύπαρξη της, αλλά ποτέ μα ποτέ δεν συμβιβάστηκα μαζί της, δεν τη δέχτηκα ασυζητητί!

Δεκαεφτά χρόνια μαζί. Αχώριστοι. Σαν δύο σταγόνες. Έχω κάνει στη ζωή μου δυο γάμους, αλλά ποτέ δεν ένιωσα την πληρότητα που νιώθω τώρα. Αυτό που με τρελαίνει πολλές φορές είναι ότι ενώ σε αυτούς τους δύο αποτυχημένους γάμους είχα πάντοτε την πιστοποιημένη ασφάλεια, τώρα – ενώ διανύω δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια επιτυχίας και ευτυχίας – είμαστε κι εγώ και ο Πάνος ξεκρέμαστοι. Σαν ετεροφυλόφιλος ένιωσα την υπέρτατη νομική και αστική κάλυψη, παρότι δεν το άξιζα, αν κρίνω από το αποτέλεσμα, ενώ τώρα σαν ομοφυλόφιλος είμαι στο περιθώριο.

(Κατεβάζει η κυβέρνηση ολόκληρο νομοσχέδιο για σύμφωνο συμβίωσης και αποκλείει την κατ’ εξοχήν κοινωνική ομάδα που θα έπρεπε να αφορά. Σε τι θα βόλευε εμένα και την Πίτσα ένα απλό συμφωνητικό; Ο πολιτικός γάμος κάλλιστα μας κάλυπτε και τους δυο, όπως με κάλυψε με τη Μαίρη. Δηλαδή τι… κάνουμε ένα σύμφωνο συμβίωσης μόνο για τον Καφετζόπουλο; Δεν ξέρω, τι να πω; Σε αυτή τη χώρα όλα έχουν λάθος προσανατολισμό. Σαν και μένα πριν δεκαεφτά χρόνια. Το θέμα είναι ότι εγώ άργησα, αλλά τον βρήκα τον δρόμο μου. Αυτή η έρμη χώρα πότε λέει γαμώ το διάολο μου να τον βρει; Σόρυ ρε μάνα για την έκφραση. Καλή σου ώρα εκεί που είσαι!)

--- Η τελευταία παράγραφος έκλεινε τότε το διήγημα. Από αύριο ελπίζω το ίδιο κείμενο να κλείσει κάπως έτσι… ---


Σήμερα, όμως, νιώθω λίγο διαφορετικά, σαν κάτι να έχει οριακά αλλάξει. Είναι λες και κάποιος μου άνοιξε μια μικρή χαραμάδα στο ξύλινο σφαλιστό παντζούρι και μπορώ να δω κάποιες αχτίδες του ήλιου να μπαίνουν μέσα στο δωμάτιο. Για να ξηγούμαστε, σε καμιά περίπτωση δεν νιώθω ότι το παντζούρι άνοιξε διάπλατα και μπήκε όλο το αττικό φως στο σαλόνι. Θέλει κόπο ακόμα για να μπεις με τα μπούνια στις μέρες του φωτός. Όμως ξέρεις κάτι ρε μάνα; Μακάρι να ζούσες σήμερα. Όχι τίποτε άλλο, αλλά γιατί θα μπορούσα να σου το πω περήφανα: «Κυρά Κατερίνα, βρήκαν έναν άνθρωπο της κλάσης μας»… 

4 Δεκεμβρίου 2015

Semantics^28

Από τον Ιούλιο που σας άφησα (ναι εσάς τους δυο που με διαβάζετε), τι χαμπάρια; Με capital control σας άφησα, με capital control σας βρίσκω. Θα μου πείτε, βέβαια, έχουμε και τρίτο λαχταριστό – το λιγουρεύεστε; - Μνημόνιο. Ένα δίκιο το έχετε! Ωστόσο, εγώ που δεν σας ξεχνώ, επιστρέφω πάλι με Semantics, γιατί γύρισε δισκογραφικά (sic) η λατρεμένη Από(β)λυτη Ελληνίδα Σταρ. Ναι… εκείνη που έκοψε μαζί με τον Μητσοτάκη και τον Περικλή την κορδέλα εγκαινίων της Ακρόπολης.

Σήμερα θα ασχοληθούμε με ένα τραγούδι, του οποίου τους στίχους υπογράφει ο Νίκος Καρβέλας. Να σημειώσω ότι στο CD, που φαντάζομαι μπορεί κάποιος να βρει στα περίπτερα (μιας και είναι το μόνο μέρος που του πρέπει), υπογράφει στίχους και ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος. Γεράσιμε, με πολύ φιλική διάθεση, να προσδώσω αυτό το ολίσθημα στους δύσκολους οικονομικούς καιρούς που ζούμε, γιατί αλλιώς τέτοια κατρακύλα δεν δικαιολογείται μάνα μου… δεν βγαίνω! Στο προκείμενο: το τραγούδι μας ονομάζεται «Συνέντευξη» και ενώ εκ πρώτης ανάγνωσης μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι στηλιτεύει το νοσηρό φαινόμενο της ανεργίας, μετά την πρώτη ακρόαση θα μπορέσεις να καταλάβεις ότι αποτελεί το νέο ύμνο του μέσου Συριζέου!

Το τραγούδι βρίθει από μια υπαρξιακή ανησυχία, του τύπου ποιος είμαι, πού πάω, τι μου έχει συμβεί, πόσα λεφτά έχω, πόσα ξέχασα να δηλώσω… και γενικά μια αμφισημία πάνω στην ίδια μου την ύπαρξη.
Ρώτησε με ποια είμαι,
Ρώτησε με τι κάνω,
Ρώτα με αν με νοιάζει,
Πως ζω ή πως θα πεθάνω

Εδώ θα αποτολμήσω να δώσω αρχικά κάποιες απαντήσεις στις ανησυχίες του συριζοαριστερού ερμηνευτή:

1. «Ρώτα με, με ποιόν βγαίνω». Απ: Με όποιον σου κάτσει μάνα μου. Όταν φθάσεις στους 150 βουλευτές, θα κάνεις συνεργασία και με το διάβολο τον ίδιο, αρκεί να κρατήσεις την καρέκλα.

2. «Σε ποια στάση κοιμάμαι». Απ: Στα τέσσερα βέβαια. Αγαπημένη, εξάλλου στάση και του Πάνου (εντελώς) Καμ(μ)ένου που τόσο αγαπάς να συγκυβερνάς.

3. «Ρώτα με αν την πρώτη μου αγάπη, Που και που την θυμάμαι». Απ: Η πρώτη σου αγάπη ήταν το αντιμνημόνιο, την οποία και προφανώς δεν θυμάσαι. Μην επεκταθώ σε αυτό!

4. «Και αν τα νεύρα μου φταίνε, Που ξεσπάω στα μαλλιά μου». Απ: Αν κρίνουμε από τα μαλλιά της Γαϊτάνη, ως ένα βαθμό, εκεί θα ξεσπάς! Βέβαια η Ιωάννα έφυγε και πήγε στη Λαϊκή Βραδιά, οπότε τώρα δεν ξέρω αν κάτι έχει αλλάξει στο είναι σου.

5. «Ρώτα με πόσα βγάζω, Ρώτα πόσα ξοδεύω». Απ: Το πόσα βγάζεις είναι ένα θέμα. Πολλά αν κρίνουμε από τα πόθεν έσχες των βουλευτών σου. Βέβαια τα μισά τα ξεχνάτε να τα δηλώσετε, γιατί θερίζει το Alzheimer στην Κουμουνδούρου βλέπεις. Ο δε λατρεμένος Σταθάκης ξέχασε περί το 1,80 μύριο και 38 ακίνητα. Έλα μωρέ βρε αδερφέ. Την υγειά μας να ‘χουμε. Το πόσα ξοδεύεις, πάλι καλά που υπάρχει και μια Τρόικα και κάπως σου βάζει κι ένα χαλινάρι.

6. «Με τις μάσκες που αλλάζω, Αν τον κόσμο δουλεύω». Απ: Πάλι καλά που αναγνωρίζεις ότι η κωλοτούμπα έχει γίνει ολυμπιακό σου άθλημα με personal best. Επίσης πάλι καλά που αναγνωρίζεις ότι και με δόξα και τιμή τον κόσμο δούλευες και δουλεύεις, ειδικά με κάτι αλήστου μνήμης δηλώσεις ότι θα «σκίσεις τα Μνημόνια» και ότι θα «καταργήσεις τον ΕΝΦΙΑ».

Φθάνοντας στο ρεφραίν, θα μπορούσα νε ισχυριστώ με βεβαιότητα ότι δεν έχει γραφτεί τραγούδι άλλο που να κολλά πάνω στο προφίλ του μέσου Συριζέου, του Τσίπρα και όλου του παρεακίου της Κουμουνδούρου όσο το παρών.

Ότι κι αν με ρωτήσεις,
Δεν θα βρεις απαντήσεις
Ούτε ξέρω ποια είμαι, ούτε που πάω
Ότι κι αν με ρωτήσεις,
Τσάμπα θα προσπαθήσεις
Κάποια άλλη κοιμάμαι,
Κάποια άλλη ξυπνάω

Ρώτησε με ό,τι θες
Πάρε ανάσα και πάμε
Άλλη ήμουνα χθες
Και άλλη αύριο θα ‘μαι

Γιατί όταν ο Καρβέλας μπαίνει τόσο άψογα μέσα στην ανισορροπία που ρεζιλεύει και την ίδια παράδοση και παρακαταθήκη της Αριστεράς, τότε μπορείς να είσαι σίγουρος ότι το εκατέρωθεν ξεφτιλίκι έχει περάσει προ πολλού κάθε όριο ανοχής…


9 Ιουλίου 2015

Semantics^27: Ένα φιλί από βροχή και φωτιά...


Είναι αυτό που λέμε ένα φιλί από Δυόσμο...
...εντάξει...με λίγο έρπη παρέα...δεν βαριέσαι!!


"Ένα φιλί από δυόσμο χώρισα από το κόσμο
κι η νύχτα με 'βγαλε στην ερημιά
Μια ανατολή φως μου, με ένα φιλί δώσ’ μου
ένα φιλί από βροχή και φωτιά"


(λόγω capital controls, εγώ μέχρι εδώ μπορώ να κάνω ανάλυση...το υπόλοιπο ΔΙΚΟ ΣΑΣ)