Αν δύο πράγματα
χαρακτηρίζουν το μέσο Έλληνα, τότε αυτά είναι η γκρίνια και η αυτοκαταστροφή,
συνήθως μάλιστα αυτά τα δύο είναι αυστηρά αλληλένδετα, με το ένα να οδηγεί στο
άλλο και τούμπαλιν. Η ελληνική τέχνη έχει συχνά κατορθώσει να εντοπίσει αυτό το
φαύλο κύκλο, σπανίως όμως καταφέρνοντας να προτείνει κάποια στέρεα και βιώσιμη
λύση στην ελληνική ασθένεια.
Ας πάρουμε για
παράδειγμα την ελληνική σύγχρονη μουσική που βρίθει από συνθετικά, και κυρίως
στιχουργικά, αριστουργήματα. Εσχάτως κυκλοφόρησε ένα μετεκλογικό τραγούδι από
την πλέον μάχιμη κύπρια ερμηνεύτρια, Άννα Βίσση, με τίτλο «Τυραννιέμαι». Παρότι
είχα ορκισθεί ότι δεν θα ασχοληθώ μαζί του, καθώς θεωρούσα ότι η σημειολογία
του ήταν πέρα για πέρα καθαρή, σαν τηλεόραση plasma ένα πράγμα, θα προχωρήσω ωστόσο σε
μια γρήγορη πραγματολογική ανάλυση, αφού το υποσχέθηκα στον Tremens!
Δεν θα ήθελα να σας
ταλαιπωρήσω με τα εμφανή, δηλαδή πως το τραγούδι αποτολμά μια ενδότερη ανάλυση της
ψυχολογίας του μέσου Έλληνα ψηφοφόρου που παρασύρθηκε σε μία ψήφο στην
κυβέρνηση Σαμαρά και των λοιπών κομμάτων του ευρωμονόδρομου. Από την αρχή
κιόλας του τραγουδιού, οι στίχοι «Έτσι
λέω και στο τέλος πάντα κλαίω/ και απογοητεύομαι στην απουσία σου παιδεύομαι»
μας εισάγουν στο αίσθημα της ακυβερνησίας που ακολουθεί την κάθε εκλογική
διαμάχη, ενώ με τα «στο ίδιο ψέμα με γυρνάει/ σε καταθλίψεις καταλήγει» εκφράζεται
γλαφυρά το παράπονο του ψηφοφόρου πάνω στη διαρκώς χαμένη του ψήφο. Θα μου πεις
– και με το δίκιο σου – ζαβός είναι κι αυτός που πέφτει μονίμως σε αυτή τη
λούμπα; Ναι αγαπητέ μου αναγνώστη, και εδώ είναι το μεγαλείο της ελληνικής
αυτογνωσίας, ακολουθώντας στο επόμενο κουπλέ τα σοφά λόγια «Που θα πάει πουθενά δε σταματάει/ αυτοκαταστρέφομαι
το ξέρω μα δεν αντιστέκομαι».
Το ρεφραίν είναι
πέρα για πέρα εύληπτο, ακόμα και για τον πιο αδαή ακροατή. Η ακυβερνησία ή έστω
χειρίστου είδους διακυβέρνηση, στην οποία είναι ταγμένη η μοίρα του έλληνα, με
ένα σχεδόν τραγικά αρχαιοελληνικό τρόπο, πετάγεται μέσα από τα εξής: «Τυραννιέμαι
είμαι χάλια μακριά σου/ πάλι τρέχω να ξεφύγω απ' τη σκιά σου/ είμαι ένα με το
χώμα όλα έχουν μαύρο χρώμα», με το τελευταίο να αποτελεί και μια έμμεση
σπόντα για την ανάδειξη των ακροδεξιών κομμάτων και τη μελανή αυτή σελίδα του
νεοελληνικού πολιτικού γίγνεσθαι. Ενώ η καταστροφική αγάπη και πίστη στο ευρώ,
που οδήγησε σε μια ακόμα ψήφο στα κόμματα του ευρωμονόδρομου απεικονίζεται
σχεδόν αριστουργηματικά στο «Τυραννιέμαι/
με έχει η αγάπη κουρελιάσει/ δεν αντέχω σκότωσέ με να περάσει/ είμαι ένα με το χώμα
για χατίρι σου είμαι λιώμα/ τυραννιέμαι».
Το δεύτερο
κουπλέ αποτελεί, πέρα από μνεία στην αυτοκαταστροφική ψυχολογία του νεοέλληνα,
ένα μανιφέστο περί της απουσίας ελπίδας για ένα καλύτερο αύριο, η οποία
συνοδεύεται από το μόνιμο άγχος μιας άτακτης χρεωκοπίας, αλλά και ένα αίσθημα
διεθνούς απομόνωσης της χώρας από τους ευρωπαίους ετέρους και τις διεθνείς
χρηματαγορές, βλ. «στον εαυτό μου έχω κλειστεί/ και όλο το κόσμο νιώθω ξένο/ ούτε πεθαίνω
ούτε ζω είμαι εδώ και περιμένω».
Πρόκειται
αναμφισβήτητα για ένα εξαιρετικό λυπηρό τραγούδι! Η δε γέφυρα οπτικοποιεί το
σχεδόν αποτρόπαιο αίσθημα της παραίτησης του έλληνα απέναντι στην ιδέα της χρεωκοπίας.
Δίχως καμιά ελπίδα περιμένει τα νέα οριζόντια μέτρα, τα χαράτσια και τελικά τη
χαριστική βολή που θα τον απελευθερώσει από αυτό το καθημερινό μαρτύριο, βλ. «στο τοίχο γράφω την κάθε μέρα που περνάει/ έχω
χάσει τη ψυχή μου το μυαλό τη διάθεσή μου/ δε θέλω να ζω», κάτι σαν
φυλακισμένος και έρμαιο της ίδιας του της μοίρας, των ίδιων του των πράξεων.
Ζωή σε λόγου μας…