Δεν ήταν η ιδέα μου, ήθελα να φύγω, να εκτονωθώ, να
φωνάξω ότι δεσμεύομαι μέσα σε μια κατάσταση που μου απομυζά όλη την ενέργεια,
όλη τελοσπάντων από εκείνη που θα μπορούσαν να κρύβουν τριάντα και κάτι χρόνια
πάνω σε αυτό τον πλανήτη. Γιατί όταν είχα βγει για το καθιερωμένο τσιγάρο από
τη δουλειά, σε εκείνο τον άθλιο ακάλυπτο που κοίταζε στη λεωφόρο, κάθε ρουφηξιά
ήταν και μια διαφορετική φωνή που έσκαγε μέσα στο μυαλό μου. Ήταν τόσες σε
πληροφορώ οι φωνές που δεν έβγαζα καν νόημα μετά από έξι ρουφηξιές τι έκρωζαν,
γιατί ως όρνεα τις εκλάμβανα. Όταν πέταξα το τσιγάρο με φόρα στα καταβρώμικα
πλακάκια ήταν πια τελειωμένη υπόθεση ότι θα είχα πονοκέφαλο.
Φεύγοντας από τη δουλειά, η κίνηση στους δρόμους ήταν
αφόρητη και η ζέστη το ίδιο. Κάτι δημόσιοι υπάλληλοι είχαν πορεία στη Σταδίου,
το Κέντρο είχε προφανώς κλείσει σχεδόν από τον Ευαγγελισμό κι εγώ δεν είχα
κανένα τρόπο να επιστρέψω σπίτι, παρά μονάχα τα πόδια μου, που ποτέ τους δεν με
είχαν απογοητεύσει. Καταλαβαίνεις πως γυρίζοντας στο σπίτι ο πονοκέφαλος είχε
γίνει δέκα φορές πιο δυνατός, κινδυνεύοντας, με αρκετή δραματικότητα στο ύφος
που στο λέω, να μου εκτινάξει το κεφάλι από τον κορμό σε κάθε χτύπημα σαν μπαγκέτα
σε ντραμς. Σου ομολογώ ότι ήθελα να βγω στο μπαλκόνι και να φωνάξω δυνατά
βοήθεια, σίγουρος ότι ουδείς θα αποκριθεί, θα τείνει τελοσπάντων μια χείρα
βοηθείας. Αντ’ αυτού επέλεξα να ανοίξω το θερμοσίφωνο και να γεμίσω την μπανιέρα
με καυτό νερό και ένα αφρόλουτρο κανέλλα. Βυθίστηκα γυμνός μέσα στο ζεστό νερό,
μου τσουρούφλισε το δέρμα, αλλά μπορώ να σου εκμυστηρευτώ ότι αυτό το έβρισκα
οριακά αισθησιακό.
Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου. Μεταφέρθηκα σε ένα
παραλιακό μπαράκι, εκεί γύρω στο σούρουπο, αναμφίβολα καλοκαίρι. Αρμύρα πάνω
στο κορμί, τόσο που αν το γλύψεις θα σου αλατίσει ανάμεικτα τη γλώσσα με έναν
συνδυασμό της μυρωδιάς που αναδίδει το δέρμα σου. Κι αυτό το βρίσκω εξαιρετικά
σεξουαλικό, τη γεύση του άλλου μπλεγμένη με τη θαλασσινή αύρα, τόσο που σε προδιαθέτει
να τον γλύψεις από την κορφή μέχρι τα νύχια. Η μουσική στην παραλία δεν ήταν
ιδιαίτερα χορευτική, αλλά μια παραλλαγή ενός τραγουδιού της Whitney Houston, εκείνο που εξέφραζε την
ανάγκη της, εκείνη την τόσο απεγνωσμένη και εσωτερική, να χορέψει με κάποιον.
Μια πρόσκληση σε χορό, η οποία στη συγκεκριμένη διασκευή δεν είχε τίποτα το
διασκεδαστικό, ήταν σαν ο ερμηνευτής να σε προκαλούσε να χορέψεις μαζί του εντελώς
διαφορετικά, γυμνός πάνω στην άμμο, με τον ήλιο να ζεσταίνει κάθε σπιθαμή δύο κορμιών
που ενώνονται, με αργές και σταθερές επαναλαμβανόμενες κινήσεις, ο ένας μέσα
στον άλλον, αυτοτελείς αλλά συνάμα ενιαίοι. Ήταν λες και ένιωθα ήδη την ανάσα
σου στον λαιμό μου, να με φιλά στο στήθος κι εγώ να αφήνομαι στο στόμα σου να
με χαλαρώσει τελείως. Ένιωθα, αν και μέσα στο νερό, τον αέρα να φυσά ελαφρά τα
μαλλιά μου που είχαν κοκαλώσει κάπως από το αλάτι, ενώ εγώ χάιδευα με τα δάκτυλα
μου το κεφάλι σου.
Όλα ήταν τόσο ζωντανά, το τραγούδι, η αισθαντική φωνή
του τραγουδιστή που ζητούσε απεγνωσμένα να χορέψει με κάποιον, η άμμος στην οποία
ακουμπούσαν η πλάτη και τα οπίσθια μου, η αίσθηση των μαλλιών σου στα χέρια
μου, η γλώσσα σου που με περιεργαζόταν, όλα τόσο δυνατά. Άνοιξα μονομιάς τα
μάτια μου, ήμουν ακόμη στη μπανιέρα, με μια μόνο λευκή λωρίδα παχύρευστου υγρού
να κολυμπά μες στο νερό και να σηματοδοτεί τη προσωρινή χαλάρωση μου.