Αυτή
η χώρα ξέρει από Εμφυλίους. Τους έχει πληρώσει βλέπεις στο παρελθόν,
έχοντας μεγάλους χορηγούς αντίπαλα κόμματα και κάλπικες ιδεολογίες. Μπορεί να
μην έζησα έναν ιστορικό εμφύλιο, αλλά εμπρός μου εξελίσσεται ένας καινούργιος,
υπόγειος και σημαντικός. Κι αν γράφω αυτές τις αράδες είναι γιατί θέλω και μέσα
μου να ξεκαθαρίσω τι πιστεύω και τι δεν πιστεύω.
Η
δημοκρατία βρίσκει, εξ ορισμού, στον πυρήνα της αντίπαλες απόψεις. Αυτό
είναι δεδομένο! Αυτό από μόνο του είναι και η μαγεία της, ότι δηλαδή «ανέχεται»
το διαφορετικό και μάλιστα πάει κι ένα βήμα παραπέρα «προασπίζοντας» το. Η μειονότητα
σε μια δημοκρατία είναι ισότιμο ζητούμενο όσο και η πλειοψηφία. Υπό αυτή τη
σκοπιά, αν σε κάτι απέτυχε παταγωδώς η μεταπολιτευτική ιστορία αυτού του τόπου
είναι ακριβώς αυτό. Κόμματα, ομάδες πίεσης,
αλλά ακόμη και ομάδες πολιτών αγνόησαν κάποιους και φρόντισαν για κάποιους άλλους.
Η αριστερή (ή και κομουνιστική) ιδεολογία θα σου πει ότι αυτό θα έπρεπε να ήταν
εν πολλοίς αναμενόμενο μέσα σε μία καπιταλιστική οργάνωση των δυτικών
κοινωνιών. Αναγνωρίζοντας το σημείο που υπογραμμίζουν, μπορεί κάποιος να
αντιπροτείνει ότι η Ευρώπη – τουλάχιστον μεταπολεμικά – κατάφερε καλύτερα να
προχωρήσει προς ένα Κοινωνικό Κράτος Δικαίου σε σχέση με τις ΗΠΑ. Βεβαίως,
κάποια στιγμή και αυτή με τη σειρά της φαίνεται να έχασε αυτόν τον κοινωνικά
δίκαιο προσανατολισμό της. Δεν είναι επί του παρόντος να αναλύσω γιατί αυτό
έγινε. Ας το θεωρήσω και αυτό ως δεδομένο.
Σήμερα, με τόσα δεδομένα στην
πλάτη μας, καθώς και μια μνημονιακή λιτότητα που έχει απομυζήσει κάθε ελπίδα,
βρισκόμαστε ξανά σε μια θέση να αποφασίσουμε με βάση τη δημοκρατική παράδοση.
Εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Ακόμα και οι υποστηρικτές του Μνημονίου, δεν είμαι
100% σίγουρος αν ξέρουν μετά βεβαιότητας αν το «αγαπάνε» ή όχι. Ακόμα και
παρελθούσες δηλώσεις «αριστερών» κυβερνητικών πηγών ομιλούν περί τα 70%
σύγκλιση με τις μνημονιακές επιταγές. Είναι κακό, για παράδειγμα, να ανοίξουν
κλειστά επαγγέλματα ή να εξυγιανθούν οι δομές του σαθρού ελληνικού δημοσίου; Όλο
το σκηνικό που θυμίζει το ρητό ότι «ένα
όπλο από μόνο του δεν είναι ούτε καλό, ούτε κακό, όλα εξαρτώνται από τη χρήση
που θα του κάνεις».
Αυτό
που έλειπε ανέκαθεν από την ελληνική πολιτική σκηνή, που την καλούσαμε ως
πολίτες να εφαρμόσει ασαφείς πολιτικές, ήταν η Ηθική.
Ειλικρινά, δεν ξέρω αν μέσα σε ένα βιβλίο Ιστορίας μπορώ να διακρίνω μια
φιγούρα πρωθυπουργικού βεληνεκούς που διέθετε μια έντιμη Ηθική λόγου και πράξης.
Θα μου πεις οι συνθήκες και οι εξελίξεις τρέχουν, η Ιστορία δεν είναι στατική,
αλλά μια δυναμικά εξελισσόμενη πορεία. Μην
με παρεξηγείς, δεν ζήτησα από τον πολιτικό να είναι απροσάρμοστος, ζήτησα απλά
ο Ηθικός του Πυρήνας να είναι συμπαγής.
Πριν πέντε μήνες είχαμε
εκλογές, με μια υποψήφια κυβέρνηση που έκανε την πιο ξεκάθαρη πολιτική καμπάνια
μετά το 1981. Κανένα περιθώριο παρερμηνείας, αλλά αντιθέτως ένας λόγος καθάριος
όσο νερό πηγής. Ενδεικτικά αναφέρω «σκίσιμο μνημονίων», «ένα νόμο και ένα άρθρο»,
«επονείδιστο χρέος». Πέντε μήνες μετά και μετά από μια αμφιβόλου ποιότητας
διαπραγμάτευση – αυτή είναι τουλάχιστον η προσωπική μου γνώμη – έρχεται και με
ρωτάει αν θέλω ή όχι μια συμφωνία που με μορφή τελεσιγράφου έχει θέσει η
Τρόικα. Προσπερνώντας το γεγονός ότι αυτή η «συμφωνία» μάλλον από αύριο δεν θα
είναι καν στο τραπέζι, έρχομαι και αναλογίζομαι «τι με ρωτάς πραγματικά;»,
ειδικά αφού υποστηρίζεις επίσημα την πλευρά του ΟΧΙ. Δεδομένου, ότι πριν 5 μήνες σε ψήφισε ο λαός για να «σκίσεις τα
μνημόνια», να τα καταργήσεις «με ένα νόμο και ένα άρθρο», να μην αναγνωρίσεις
το «επονείδιστο χρέος»…Εμένα τι έρχεσαι τώρα και με ρωτάς; Βέβαια μπορεί να
θεωρείς ότι έχω αλλάξει γνώμη. Αν έχω λόγο να έχω αλλάξει γνώμη, τότε οφείλεις
να μου πεις όλες τις πλευρές και τους κινδύνους που θα φέρει αυτή η αλλαγή.
Να σταθώ, όμως, λίγο στην
ουσία του ερωτήματος. Θα ξεπεράσω το γεγονός ότι συνταγματικά το ερώτημα είναι παράτυπο,
καθώς αφορά εξεχόντως περιεχόμενο δημοσιονομικού ενδιαφέροντος (βλ. άρθρο 44του Συντάγματος). Θα ξεπεράσω επίσης το γεγονός ότι ακόμα και η διατύπωση του
όλου ερωτήματος είναι τόσο περίπλοκη που παραβιάζει τις διατάξεις του
Ν.4023/2011 σχετικά με την ερμηνεία του Άρθρου 44. Θα ξεπεράσω το γεγονός ότι
από πλευράς framing
βάζεις
πρώτο το ΟΧΙ, προσπαθώντας να αποσπάσεις μέχρι ένα 6% plus από το
ΝΑΙ μόνο με το καλημέρα (Blunch,1984). Τι μου λέει ειλικρινά ότι δεν θα
χρησιμοποιήσεις κατά το δοκούν την όποια απάντηση σε ένα τόσο ασαφές ερώτημα
που έχει άπειρες διαστάσεις και συνέπειες η κάθε απάντηση του;
Στην
περίπτωση του ΝΑΙ, ο πρωθυπουργός ξεκαθάρισε – εμμέσως πλην
σαφώς – χτες ότι θα παραιτηθεί, καθώς δεν μπορεί να εξυπηρετήσει μια τέτοια
πολιτική. Ωστόσο, ακόμα και η δική του πρόταση που υπήρξε βάση συζήτησης, μόνο
στα σημεία διέφερε από αυτές που καλούμαστε να ψηφίσουμε. Δηλαδή τη δική της πρόταση, η κυβέρνηση μπορούσε να την υπηρετήσει,
αλλά μια άλλη κάπως χειρότερη, αλλά της ίδιας φιλοσοφίας, δεν μπορεί; Συγνώμη,
αλλά αυτό εγώ το εκλαμβάνω ως μια αδυναμία να πετύχει κάτι καλύτερο εν γένει.
Στην
περίπτωση του ΟΧΙ, ο πρωθυπουργός είπε ότι θα βάλει στη φαρέτρα
του την κρίση του ελληνικού λαού και θα πάει να επαναδιαπραγματευθεί. Μα ακριβώς
πριν, λίγο πολύ, κατέληξα σε ένα νοητικό συμπέρασμα ότι αυτό θα είναι δύσκολο
να το κάνει. Και ας υποθέσουμε ότι με
ένα συντριπτικό ΟΧΙ τα πράγματα θα είναι κάπως καλύτερα. Είναι σίγουρος ότι η
άλλη πλευρά θα θέλει να διαπραγματευτεί ξανά; Αν όχι ή αν ακόμα μετά από έναν
κύκλο διαπραγματεύσεων καταλήξει πάλι σε αδιέξοδο, έχει σχεδιάσει την επόμενη
μέρα;
Ανεξαρτήτως του ερωτήματος,
που εγώ αποδέχομαι ότι η κυβέρνηση ειλικρινώς έχει θέσει, προκύπτουν κάποια
σημαντικά ζητήματα. Εν μέσω αναταράξεων, ο ελληνικός λαός – μέσα από πανταχόθεν
πιέσεις – φαίνεται να μετασχηματίζει νοητικά το ερώτημα που του τίθεται. Οι μεν υποστηρικτές του ΝΑΙ φωνάζουν το
αποτέλεσμα ως μια έμπρακτη στήριξη στο ευρωπαϊκό μέλλον της χώρας, ενώ οι δε υποστηρικτές του ΟΧΙ ζητούν
αποδέσμευση από τις μνημονιακές πολιτικές της λιτότητας. Σε κάθε περίπτωση, ΚΑΝΕΙΣ δεν θα απαντήσει στο καθεαυτό ερώτημα που
τίθεται. Κατά πάσα πιθανότητα κανείς δεν θα ξέρει τις τεχνικές λεπτομέρειες
των εγγράφων προς έγκριση ή μη. Γι’ αυτό σοφά ο νομοθέτης απαγορεύει
δημοψηφίσματα για δημοσιονομικά θέματα. Το θέμα είναι ότι μια απάντηση με
δεύτερα επίπεδα ανάγνωσης, σε ένα ασαφές ερώτημα είναι εξεχόντως επικίνδυνη
ερμηνείας από τρίτους. Ο καθένας μπορεί να την εκλάβει όπως ακριβώς επιθυμεί,
και ο λαός με αυτόν τον τρόπο να μείνει ξεκρέμαστος. Για τους παραπάνω λόγους
είμαι θεμελιακά αντίθετος προς αυτό το δημοψήφισμα, με αυτή την ερώτηση.
Ας επιχειρήσω και ένα
τελευταίο βήμα. Αν δεχτούμε ότι το ερώτημα νοητικά έχει ήδη μετασχηματιστεί και
εγώ ως υπεύθυνος πολίτης πρέπει να απαντήσω ΝΑΙ/ΟΧΙ, τι θα κάνω; Παρεμπιπτόντως,
να βάλω εδώ και μια υποσημείωση: το
αποτέλεσμα δημοψηφίσματος για κρίσιμο εθνικό θέμα είναι δεσμευτικό, όταν στην
ψηφοφορία λάβει μέρος τουλάχιστον το 40% όσων έχουν εγγραφεί στους εκλογικούς
καταλόγους. Εγώ, λοιπόν, πρέπει να κληθώ να αποφασίσω είτε αν θέλω την Ευρώπη,
είτε αν θέλω τη λιτότητα. Μα εγώ που θέλω
μια Ευρώπη που δεν θα θέλει πια τη λιτότητα, τι να κάνω; Ποια πλευρά να πάρω;
Που να σταθώ σε αυτόν τον ιδιότυπο εμφύλιο που εξελίσσεται εμπρός μου;
Προσωπικά αποτιμώ περισσότερο τους
κινδύνους που θα φέρει μια διατάραξη της Ελλάδας έξω από την Ευρώπη. Αυτό δεν
σημαίνει, όμως, ότι είμαι υποστηρικτής της λιτότητας. Εμπιστεύομαι και αγαπώ τη
χώρα μου. Και μεταξύ μας, ενδεχομένως την αγαπώ πολύ περισσότερο από χιλιάδες «τιμητές»
της – ανεξαρτήτου ιδεολογίας - που έβγαλαν τα χρήματα τους έξω. Δεν θα σου πω
τι θα ψηφίσω, γιατί κι εγώ ζω σε ένα δυναμικά εξελισσόμενο περιβάλλον. Μπορεί
ήδη να έχεις καταλάβει ποια είναι η τάση μου, δεν το κρύβω εξάλλου. Αυτό που
θέλω, όμως, να σημειώσω με σιγουριά είναι ότι αυτήν την Κυριακή δεν νιώθω
καθόλου περήφανος που σέρνομαι για ένα τόσο κάλπικο ερώτημα που παραβιάζει κάθε
έννοια στοιχειώδους λογικής. Υπό αυτή σκοπιά, θέλω να φωνάξω σε κάθε τόνο, ότι
η κυβέρνηση, ακόμα και στην περίπτωση ενός ΟΧΙ, δεν έχει καμία απολύτως
νομιμοποίηση να σύρει τη Χώρα εκτός Ευρώπης.
Κλείνοντας, η δημοκρατία όντως
δεν έχει αδιέξοδα και οι πολίτες της φέρουν σαφείς υποχρεώσεις, ας πάμε όλοι
κατά συνείδηση να αποφασίσουμε, ελπίζοντας σαφώς στο καλύτερο.