16 Νοεμβρίου 2016

Η Γραβάτα του Τσίπρα και ο Θεσμικός Μανδύας

Η επίσκεψη Obama πυροδότησε τη δημόσια σφαίρα με μια εκπληκτική μαγιά για συζήτηση, χλευασμό, σάτιρα και προβληματισμό. Εντούτοις, όπως συμβαίνει πάντα σε αυτή τη χώρα, η δεινότητα μας πάνω στην κοινωνική ανάλυση περιορίστηκε σε στιλιστικά ατοπήματα, σε λεκτικές πομφόλυγες και αδύναμα σημεία της μη-λεκτικής επικοινωνίας. Λίγο πολύ κάτι τέτοιο οφείλει να είναι αναμενόμενο από τους χρήστες των κοινωνικών δικτύων, οι οποίοι είναι αναγκασμένοι μέσα σε λιγοστούς χαρακτήρες και με την αρωγή οπτικοακουστικών μέσων να σκιαγραφήσουν ένα γεγονός, συχνά με μια διάθεση διακωμώδησης ή καυστικού σχολιασμού. Παρόλα αυτά, ακόμα και μέσω αυτής της περιορισμένης, ομολογουμένως, προσπάθειας καλλιεργείται ένα κλίμα, υπογραμμίζεται μια τάση και μπαίνουν θέματα στην ατζέντα της καθημερινότητας, αν όχι και της πολιτικής. Για το τελευταίο αρκεί κανείς να συμβουλευθεί τις ετήσιες μελέτες του Twiplomacy για να κατανοήσει πως ακόμα και η ίδια η πολιτική επικοινωνία – ίσως και η εν γένει διαδικασία παραγωγής πολιτικής -  μεταλλάσσεται σε έναν κόσμο που βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση.

Όλα τα παραπάνω – εκ μέρους τουλάχιστον των απλών πολιτών – είναι αναμενόμενα. Αυτό που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει ένα συμβιβασμό είναι η επιφανειακή ανάγνωση όλων των ανωτέρω από τη δημοσιογραφική κάστα, την πολιτική φάρα και τους ανθρώπους του πνεύματος. Διάβασα πολλά άρθρα, μερικά εκ των οποίων συμπαθητικά περί της παραβίασης του όποιου πρωτοκόλλου από τον Έλληνα Πρωθυπουργό και για την καταπάτηση του πρωτοκόλλου μόδας από μεριάς του κ. Τσίπρα. Αυτό που δεν διάβασα είναι μια κριτική στάση απέναντι στο γιατί, εκτός αν μας ικανοποιεί μια απάντηση του τύπου «γιατί μπορεί», «γιατί έτσι γουστάρει» ή «γιατί έτσι μας αρέσει». Μολαταύτα, ανέκαθεν πίστευα ότι ούτε η πολιτική, αλλά ούτε και η ορθά εφαρμοσμένη δημοσιογραφία δεν είναι μπύρες Amstel! Αυτό ακριβώς, λοιπόν, το κενό είναι που με παρακινεί να γράψω άλλη μια φορά. Όχι τόσο γιατί κάποιος θα το διαβάσει, όσο γιατί νιώθω την ανάγκη πως πρέπει να το υπογραμμίσω.

Ας αρχίσουμε από μια ερώτηση: «γιατί υπάρχουν τα πρωτόκολλα;». Η ανομοιογένεια των κουλτούρων και η αναπόφευκτη συνύπαρξη τους σε πολιτικό ή διπλωματικό επίπεδο ανέδειξε γρήγορα την ιστορική ανάγκη να συμφωνήσουμε πάνω σε διαδικασίες ή συστήματα κανόνων μέσω των οποίων διενεργούνται διακρατικά ή διπλωματικά γεγονότα. Τα πρωτόκολλα εμπεριέχουν έντονα το συστημικό παράγοντα, αφού είναι εκ φύσεως περιοριστικά και άκρως στεγανά. Αναμφίβολα μπορεί να φαντάζουν άνευρα, έως και εκνευριστικά, αφού μας βάζουν συχνά σε ξένα παπούτσια, πόσο μάλλον δε όταν συνήθως τα παπούτσια είναι εκείνα του ισχυρού, ο οποίος διαθέτει σε διαχρονική βάση μεγαλύτερη διαπραγματευτική ικανότητα. Το πρωτόκολλο δεν διαφέρει τραγικά από έναν όποιον άλλο τυπικό θεσμό, απλά διαθέτει μια πιο διεθνή διάσταση.

Πάμε ένα βήμα πιο πέρα στο συλλογισμό μας, με ένα πρόσθετο ερώτημα: «για ποιο λόγο μπορεί να παραβιάζονται τα πρωτόκολλα;». Τα πρωτόκολλα έχουν ένα κακό συνήθειο, είναι βαριά, στεγανά και ανελαστικά. Τυχόν παραβίαση τους – ειδικά όταν συμφωνείται από κοινού – εξυπηρετεί την υιοθέτηση πιο χαλαρών νορμών, έτσι ώστε να  επιτυγχάνεται η εξοικονόμηση χρόνου και κόπου, αλλά πολλές φορές και χάριν της αποτελεσματικότητας. Το ενδιαφέρον είναι τι συμβαίνει όταν η παραβίαση του πρωτοκόλλου γίνεται μονομερώς. Αποκλείοντας τις καθαρά ανορθολογικές εκδοχές παθολογικής συμπεριφοράς, πρέπει αναγκαστικά να δεχθούμε ότι η συνειδητή παραβίαση ενός πρωτοκόλλου εξυπηρετεί έναν απώτερο σκοπό, αποτελεί με άλλα λόγια μια «δήλωση». Η σημειολογία μιας ενέργειας έχει νόημα τόσο στην καθημερινότητα μας, όσο και στην πολιτική ζωή ενός τόπου. Κάποιος θα μπορούσε να υπερτονίσει και τη σημειολογική αξία της αδράνειας, αλλά θα ανοίξουμε ένα μεγάλο θέμα που δεν χρειάζεται για τους σκοπούς αυτού του κειμένου.

Πάμε, λοιπόν, στη μελέτη μιας πιο ειδικής περίπτωσης: «τι σημαίνει ότι ο Τσίπρας δεν φορά γραβάτα;».  Κατά τη γνώμη μου, ακόμα και η ίδια η ερώτηση φανερώνει μια κρίσιμη προβληματική και εξηγώ αμέσως γιατί. Το ότι ο Τσίπρας δεν φορά γραβάτα δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Η πιο απλή εξήγηση θα ήταν ότι δεν του αρέσει ή τον πνίγει στο λαιμό. Ωστόσο, το ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός δεν φορά γραβάτα σε μια επίσημη συνάντηση με ομολόγους του σημαίνει κάτι. Αν για παράδειγμα ο Έλληνας Πρωθυπουργός ήθελε να κάνει μια σημειολογική δήλωση με τη μη-χρήση της γραβάτας, προσωπικά δεν θα είχα κανένα πρόβλημα. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν εξάγεται με οιοδήποτε τρόπο τα τελευταία χρόνια. Αντιθέτως, η μόνη πειστική εξήγηση δίνεται από τη σημερινή ανάρτηση του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας, κ. Πολλάκη, ο οποίος παρέθεσε το εξής σχόλιο:


Η γραβάτα, λοιπόν, ταυτίζεται σημειολογικά με το σύστημα, το κατεστημένο και την καθεστηκυία τάξη που η Κυβέρνηση θέλει να καταπολεμήσει. Με κίνδυνο να θεωρηθώ μέλος αυτής της ιδιότυπης cosa nostra θα υπογραμμίσω ότι αυτή η σημειολογία είναι τουλάχιστον βρεφικού επιπέδου, αν όχι παντελώς κενή. Με την ίδια λογική, θα προτιμούσα πιότερο ο Έλληνας Πρωθυπουργός να εμφανιζόταν στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής με μπλούζα του Che Guevara, παρά χωρίς γραβάτα.

Αναμφίβολα, η απουσία γραβάτας είναι απλά ένα καρέ και σε καμιά περίπτωση ολόκληρη η ταινία, όχι μόνο για τον Τσίπρα, αλλά και για την πλειοψηφία των μελών της Κυβέρνησης. Το καίριο ερώτημα και πάλι δεν είναι αν ο Τσίπρας εκθέτει μια χώρα με την παράβαση των διεθνών νορμών, αλλά κατά πόσο ο Τσίπρας είναι συμφιλιωμένος με τη θεσμικότητα του να είναι κάποιος Έλληνας Πρωθυπουργός. Είναι άλλο πράγμα τι δεν μου αρέσει εμένα να πράττω ως κος Μηδενικός και άλλο το τι δεν μου αρέσει να κάνω όταν βρίσκομαι σε μια θεσμική θέση. Η ουσία είναι ότι ο Τσίπρας απεχθάνεται το θεσμικό του μανδύα και αυτό δεν είναι άποψη σε επίπεδο lifestyle, αλλά άρνηση της ίδιας της θεσμικότητας του ρόλου για τον οποίο πάλεψε με κάθε μέσο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του περιόδου.

Ειλικρινά, δεν θα με πείραζε διόλου αν ο Πρωθυπουργός Τσίπρας ήθελε να ηγηθεί μιας εκ βαθέων ανατροπής του θεσμικού κεκτημένου-κατεστημένου, εφόσον βέβαια αυτό το είχε βάλει πάνω στο τραπέζι του κοινωνικού διαλόγου. Ωστόσο, ο Πρωθυπουργός Τσίπρας, παρότι ευαγγελίστηκε την ανατροπή, τυλίχτηκε βασανιστικά μέσα στην κουβέρτα της καθεστηκυίας θεσμικότητας, είτε αυτή λέγεται αστική δημοκρατία, είτε αυτή λέγεται πατερίτσα των Θεσμών, είτε λέγεται ευρωπαϊκότητα της Ελλάδας. Εν τέλει η αντίδραση του προσομοίασε πιότερο εκείνης ενός εφήβου – ή ακόμα χειρότερα ενός παιδιού – που φοράει το πολυφορεμένο t-shirt μόνο και μόνο για να «την σπάσει» στον καταπιεστικό γονέα, παρά μιας ενός ώριμου και συνειδητοποιημένου ηγεμόνα. Είναι ακριβώς αυτή η έλλειψη συμφιλίωσης του Τσίπρα, της Κυβέρνησης και του Κόμματος του με το θεσμικό τους ρόλο που με τρομάζει, που με ανησυχεί και που με κάνει να αμφιβάλλω για την ωριμότητα του.


Σε προηγούμενο κείμενό μου ανέλυσα την εφηβικότητα του ΣΥΡΙΖΑ στα χρόνια του Μνημονίου. Νομίζω ότι αυτή η εφηβική φάση του ΣΥΡΙΖΑ μαζί με την έλλειψη συμφιλίωσης του με το θεσμικό μανδύα που φέρει η θέση του είναι που προκαλεί ένα σύνολο προβληματικών. Εκεί εντοπίζεται η ουσία, η γενεσιουργός αιτία της μιζέριας του. Και βέβαια το ζήτημα είναι ακραία υπαρξιακό, ένα θέμα που πρέπει ο ίδιος ο Αλέξης και το Κόμμα του να λύσουν. Δεν μπορώ, όμως, παρά να αναρωτιέμαι: όταν ένας λαός φαντάζει ως το ανήλικο στερνοπούλι μιας οικογένειας που ξεκληρίστηκε σε ένα ατύχημα, πόση πολυτέλεια μπορεί να έχει για να δέχεται ως κηδεμόνα το μεγάλο, αλλά εξίσου ανήλικο, αδερφό του;