22 Δεκεμβρίου 2015

Ένα κείμενο-reboot για το Σύμφωνο Συμβίωσης 7 χρόνια μετά...

(Στις 18 Μαρτίου του 2008 έγραψα το παρακάτω διήγημα υπέρ της επέκτασης του Συμφώνου Συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια. Σήμερα – αν όλα πάνε καλά – νομίζω ότι οφείλω να του αλλάξω την τελευταία παράγραφο…)

Τον πρώτο μου γάμο τον έκανα το 1979. Την λέγανε Πίτσα. Αχ αυτή η Πίτσα, τι να κάνει άραγε τώρα; Άλλοι καιροί βλέπεις τότε, ήμασταν πιο λεύτεροι και είχαμε τα μυαλά μας πάνω απ’τα κεφάλια μας. Η μάνα μου, που λες, την Πίτσα δεν την πήγαινε καθόλου. Ήταν λέει κορδελιάστρα και δεν έκανε για την κλάση μας. Ποτέ μου δεν κατάλαβα τι εννοούσε η μάνα μου με τον όρο κλάση. Ο πατέρας μου ήταν μανάβης και εκείνη μοδίστρα. Τι σκατά κλάση μπορούσαμε να έχουμε όταν τα παιδικά μου χρόνια τα πέρασα σε ένα χωριό έξω από τη Λάρισα και την εφηβεία μου στα Πετράλωνα; Το είπα αυτό μια φορά στη μάνα μου κι έγινε ο χαμός. Άρχισε να με ψέλνει ότι δεν εκτιμώ ό,τι έχουν κάνει για εμένα και ότι είμαι ένας αχάριστος και μισός. Μπορεί και να ήμουν, τι να πω; Θυμάμαι πάντως ότι ήταν δυο μήνες πριν παντρευτώ την Πίτσα που ‘γινε αυτή η συζήτηση με τη μάνα μου. Να ‘ναι καλά εκεί που είναι. Η μάνα μου ντε, όχι η Πίτσα. Γιατί τελικά η μάνα μου είχε δίκιο. Δεν αποδείχθηκε γυναίκα της προκοπής το γυναικάκι.

Την Πίτσα που λέτε τη γνώρισα σε ένα μπαρ και μου ‘ρθε αμέσως ο ντουβρουτζάς. Δε λογάριασα ούτε γονείς, ούτε φίλους. Παρότι όλοι μου λέγανε ότι ήταν σκάρτη. Αν την θωρούσες το καταλάβαινες αμέσως, αλλά εγώ βλέπετε την είχα δαγκώσει τη λαμαρίνα. Τους αγνόησα όλους τελικά και δυο μήνες μετά την πήρα με παπά και με κουμπάρο. Μας πάντρεψε στην εκκλησία του Αη Γιώργη ο κολλητός μου – ο Νίκος - κι εγώ ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου. Σας είπα ότι η μάνα μου δεν την ήθελε; Αα ναι σας το ‘πα! Δίκιο είχε τελικά η αναθεματισμένη. Έξι μήνες μετά με παράτησε και έφυγε με το Νίκο για τη Θεσσαλονίκη. Αχ ρε τι σκρόφα!

Να μην σας τα πολυλογώ δεν το έβαλα κάτω. Αμέσως μετά ήρθε στη ζωή μου η  Μαίρη. Ήταν 1981 και λίγο πριν την πολυπόθητη «αλλαγή», τη γνώρισα σε μια συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ. Η Μαίρη ήταν σοσιαλίστρια. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο η μάνα μου είπε ότι ούτε αυτή ήταν της κλάσης μας. Θα μας έπαιρνε λέει τα κτήματα στη Λάρισα και θα τα έδινε στον Ανδρέα. Βλακείες βέβαια! Η Μαίρη δεν ήξερε προσωπικά τον Ανδρέα, αλλά ακόμα κι αν τον γνώριζε κάποια μέρα, σιγά μην του έδινε τίποτα. Όλα για όλα. Η Μαίρη μπορεί να ήταν σοσιαλίστρια, αλλά δεν έδινε ούτε της μάνας της ψωμί – που λέει ο λόγος. Τέτοια τσιγκούνα γυναίκα δεν έχω ξαναματαγνωρίσει από τότε. Στην αρχή με γοήτευε το ότι ήταν οικονόμα, αλλά μετά μου κακοφαινόταν και λίγο. Τι να πεις, έκλαψα λίγο, όμως έκατσα…

Πάντως ο κύριος λόγος που η μάνα μου δεν τα πήγαινε καλά με την Μαίρη ήταν ότι η τελευταία δεν ήταν και πολύ θρήσκα. Το αντίθετο θα έλεγε κανείς. Αυτού του Σεραφείμ τι του είχε σύρει δεν λέγεται. Τραγόπαπα τον ανέβαζε, απολειφάδι της κοινωνίας τον κατέβαζε. Η μάνα μου δεν ήθελε και πολύ. Φανατική χριστιανή και δεξιά με κρυφή αλλά εξακριβωμένη λατρεία στον Τέως, όταν συναντιόταν με τη Μαίρη μουτζοπιάνονταν για το παραμικρό. Εγώ πάντα στη μέση, να εξισορροπώ τα πάντα.

Τη Μαίρη την παντρεύτηκα το 1982 χωρίς παπά και χωρίς κουμπάρο – σε αντίθεση με την Πίτσα. Δεν πρόλαβε να ψηφιστεί ο θεσμός του πολιτικού γάμου και εμείς ήμασταν από τους πρώτους που τον εγκαινιάσαμε. Είχε τέτοια εμμονή η Μαίρη με τον πολιτικό γάμο που ώρες-ώρες μου έδινε την εντύπωση ότι ακόμα και αν δεν με είχε γνωρίσει εκείνη την περίοδο, θα έβρισκε άμεσα έναν αντικαταστάτη μόνο και μόνο για να κάνει από τις πρώτες πολιτικό γάμο. Τέτοια τρέλα είχε!

Τα πράγματα δεν πήγαν πολύ καλά ούτε και με τη Μαίρη. Μετά από 5 χρόνια γάμου χωρίσαμε ήρεμα και ωραία. Εν τω μεταξύ ο Θεός μας φύλαξε να μην κάνουμε παιδιά, γιατί δεν θα μας φταίγανε σε τίποτα τα καημένα να βιώσουνε έναν χωρισμό. Τη μέρα που χώρισα με τη Μαίρη, η μάνα μου κάλεσε όλη τη γειτονιά και το γλεντήσανε. Χορούς και πανηγύρια σας λέω. Μόνο κονκάρδες δεν είχε ετοιμάσει που να γράφουν «πήρε πόδι η κομμουνίστρια». Που συγνώμη, η Μαίρη ήταν τόσο κομμουνίστρια, όσο διεθνής είναι η καριέρα της Άννας Βίσση… καθόλου δηλαδή! Ποτέ δεν είχα δει τη μάνα μου έτσι. Ήταν για πρώτη φορά στη ζωή της χαρούμενη και περιποιητική μαζί μου. Με χάιδευε και μου ‘λεγε ότι θα βρω σύντομα μια κοπέλα της κλάσης μας, η οποία θα σέβεται την Ελλάδα και τη χριστιανική ηθική κι όχι αυτό τον διάβολο που εδώ και 5 χρόνια ονόμαζα γυναίκα μου. Αυτή η κλάση… τι εννοούσες ρε ριμάδα με αυτή την κλάση; Δεν την κατηγορώ την κυρά Κατερίνα – έτσι ‘λέγαν τη μάνα μου – έτσι μεγάλωσε κι έτσι πορεύτηκε στη ζωή της. Δεν θα μπορούσα ποτέ να την αλλάξω. Και για να λέμε και του στραβού το δίκιο, δεν ήθελα καν να την αλλάξω, μου άρεσε έτσι δυναμική και αρχέγονη.

Η μάνα μου πέθανε το 1990 και ποτέ δεν αξιώθηκα να μάθω τι εννοούσε με τη φράση «της κλάσης μας». Δεν ήταν μεγάλη, αλλά ούτε και παιδούλα. Ποτέ δεν μπορούσες μ’ αυτή τη γυναίκα να βγάλεις άκρη σχετικά με την ηλικία της. Είχε κάτι το απροσδιόριστο επάνω της. Ο χρόνος δεν άφηνε το στίγμα του, αλλά ούτε και φαινόταν να μην περνάει και καθόλου από το κατώφλι της. Ο πόνος μου ήταν αβάσταχτος. Βλέπετε ήμουν μοναχοπαίδι κι ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν 13 χρονών. Γι’ αυτό το λόγο κιόλας φύγαμε από τη Λάρισα και ήρθαμε στους συγγενείς μας στην Αθήνα. Το χωριό δεν μας σήκωνε καθόλου μετά το χαμό του πατέρα.

Όταν πέθανε η μάνα μου ένιωσα την απόλυτη μοναξιά. Τότε ήρθε στη ζωή μου ο Πάνος. Εντάξει, δεν θα σου αρνηθώ ότι δεν είχε περάσει από το μυαλό μου, ότι δεν χάζευα στα κλεφτά στα αποδυτήρια των γυμναστηρίων, ωστόσο η άρνηση μου ήταν τόσο καλά θαμμένη που πέρασε καιρός μέχρι να συμβιβαστώ με αυτή τη διαφορετικότητα, αυτή την αλλαγή… όλο αυτό τελοσπάντων. Με τον Πάνο, όμως, όλα φαίνονταν… χμ… αλλιώς. Δεν μου θύμιζε τίποτα από το αποτυχημένο ερωτικό παρελθόν μου. Ήταν μια όαση μέσα στην ξηρασία της μιζέριας μου. Απόδειξη των δυνατών μου συναισθημάτων είναι ότι ακόμη και σήμερα που τα λέω όλα αυτά, είμαστε ακόμα μαζί, σαν να μην πέρασε μια μέρα. Δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια αρμονικής συμβίωσης και αλληλοϋποστήριξης. Είναι ο άνθρωπος μου και είμαι το στήριγμα του. Μπορεί να ακούγεται μελό, αλλά έτσι το νιώθω. Μπορεί να σας ακούγεται έστω και αστείο. Δυο άντρες δυο μέτρα ίσα με εκεί πάνω και να το παίζουν ζευγάρι. Τι να πω; Στην αρχή ένιωθα άσχημα. Όχι που ήμασταν μαζί. Αυτό διόλου δεν με πείραζε. Δεν είχα υπαρξιακές ανησυχίες, αλλά να… με ενοχλούσε πολλές φορές ο τρόπος που μας κοίταζαν κάποιοι. Με τον καιρό βέβαια το συνήθισα. Συνήθισα τον οίκτο. Συνήθισα να γράφω στα παπάρια μου τον κάθε μαλάκα. Συνήθισα τη μισαλλοδοξία και το ρατσισμό αυτής της γαμημένης της κοινωνίας. Όμως μεταξύ μας, συνήθισα τη μίζερη ύπαρξη της, αλλά ποτέ μα ποτέ δεν συμβιβάστηκα μαζί της, δεν τη δέχτηκα ασυζητητί!

Δεκαεφτά χρόνια μαζί. Αχώριστοι. Σαν δύο σταγόνες. Έχω κάνει στη ζωή μου δυο γάμους, αλλά ποτέ δεν ένιωσα την πληρότητα που νιώθω τώρα. Αυτό που με τρελαίνει πολλές φορές είναι ότι ενώ σε αυτούς τους δύο αποτυχημένους γάμους είχα πάντοτε την πιστοποιημένη ασφάλεια, τώρα – ενώ διανύω δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια επιτυχίας και ευτυχίας – είμαστε κι εγώ και ο Πάνος ξεκρέμαστοι. Σαν ετεροφυλόφιλος ένιωσα την υπέρτατη νομική και αστική κάλυψη, παρότι δεν το άξιζα, αν κρίνω από το αποτέλεσμα, ενώ τώρα σαν ομοφυλόφιλος είμαι στο περιθώριο.

(Κατεβάζει η κυβέρνηση ολόκληρο νομοσχέδιο για σύμφωνο συμβίωσης και αποκλείει την κατ’ εξοχήν κοινωνική ομάδα που θα έπρεπε να αφορά. Σε τι θα βόλευε εμένα και την Πίτσα ένα απλό συμφωνητικό; Ο πολιτικός γάμος κάλλιστα μας κάλυπτε και τους δυο, όπως με κάλυψε με τη Μαίρη. Δηλαδή τι… κάνουμε ένα σύμφωνο συμβίωσης μόνο για τον Καφετζόπουλο; Δεν ξέρω, τι να πω; Σε αυτή τη χώρα όλα έχουν λάθος προσανατολισμό. Σαν και μένα πριν δεκαεφτά χρόνια. Το θέμα είναι ότι εγώ άργησα, αλλά τον βρήκα τον δρόμο μου. Αυτή η έρμη χώρα πότε λέει γαμώ το διάολο μου να τον βρει; Σόρυ ρε μάνα για την έκφραση. Καλή σου ώρα εκεί που είσαι!)

--- Η τελευταία παράγραφος έκλεινε τότε το διήγημα. Από αύριο ελπίζω το ίδιο κείμενο να κλείσει κάπως έτσι… ---


Σήμερα, όμως, νιώθω λίγο διαφορετικά, σαν κάτι να έχει οριακά αλλάξει. Είναι λες και κάποιος μου άνοιξε μια μικρή χαραμάδα στο ξύλινο σφαλιστό παντζούρι και μπορώ να δω κάποιες αχτίδες του ήλιου να μπαίνουν μέσα στο δωμάτιο. Για να ξηγούμαστε, σε καμιά περίπτωση δεν νιώθω ότι το παντζούρι άνοιξε διάπλατα και μπήκε όλο το αττικό φως στο σαλόνι. Θέλει κόπο ακόμα για να μπεις με τα μπούνια στις μέρες του φωτός. Όμως ξέρεις κάτι ρε μάνα; Μακάρι να ζούσες σήμερα. Όχι τίποτε άλλο, αλλά γιατί θα μπορούσα να σου το πω περήφανα: «Κυρά Κατερίνα, βρήκαν έναν άνθρωπο της κλάσης μας»… 

4 Δεκεμβρίου 2015

Semantics^28

Από τον Ιούλιο που σας άφησα (ναι εσάς τους δυο που με διαβάζετε), τι χαμπάρια; Με capital control σας άφησα, με capital control σας βρίσκω. Θα μου πείτε, βέβαια, έχουμε και τρίτο λαχταριστό – το λιγουρεύεστε; - Μνημόνιο. Ένα δίκιο το έχετε! Ωστόσο, εγώ που δεν σας ξεχνώ, επιστρέφω πάλι με Semantics, γιατί γύρισε δισκογραφικά (sic) η λατρεμένη Από(β)λυτη Ελληνίδα Σταρ. Ναι… εκείνη που έκοψε μαζί με τον Μητσοτάκη και τον Περικλή την κορδέλα εγκαινίων της Ακρόπολης.

Σήμερα θα ασχοληθούμε με ένα τραγούδι, του οποίου τους στίχους υπογράφει ο Νίκος Καρβέλας. Να σημειώσω ότι στο CD, που φαντάζομαι μπορεί κάποιος να βρει στα περίπτερα (μιας και είναι το μόνο μέρος που του πρέπει), υπογράφει στίχους και ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος. Γεράσιμε, με πολύ φιλική διάθεση, να προσδώσω αυτό το ολίσθημα στους δύσκολους οικονομικούς καιρούς που ζούμε, γιατί αλλιώς τέτοια κατρακύλα δεν δικαιολογείται μάνα μου… δεν βγαίνω! Στο προκείμενο: το τραγούδι μας ονομάζεται «Συνέντευξη» και ενώ εκ πρώτης ανάγνωσης μπορεί να θεωρήσει κανείς ότι στηλιτεύει το νοσηρό φαινόμενο της ανεργίας, μετά την πρώτη ακρόαση θα μπορέσεις να καταλάβεις ότι αποτελεί το νέο ύμνο του μέσου Συριζέου!

Το τραγούδι βρίθει από μια υπαρξιακή ανησυχία, του τύπου ποιος είμαι, πού πάω, τι μου έχει συμβεί, πόσα λεφτά έχω, πόσα ξέχασα να δηλώσω… και γενικά μια αμφισημία πάνω στην ίδια μου την ύπαρξη.
Ρώτησε με ποια είμαι,
Ρώτησε με τι κάνω,
Ρώτα με αν με νοιάζει,
Πως ζω ή πως θα πεθάνω

Εδώ θα αποτολμήσω να δώσω αρχικά κάποιες απαντήσεις στις ανησυχίες του συριζοαριστερού ερμηνευτή:

1. «Ρώτα με, με ποιόν βγαίνω». Απ: Με όποιον σου κάτσει μάνα μου. Όταν φθάσεις στους 150 βουλευτές, θα κάνεις συνεργασία και με το διάβολο τον ίδιο, αρκεί να κρατήσεις την καρέκλα.

2. «Σε ποια στάση κοιμάμαι». Απ: Στα τέσσερα βέβαια. Αγαπημένη, εξάλλου στάση και του Πάνου (εντελώς) Καμ(μ)ένου που τόσο αγαπάς να συγκυβερνάς.

3. «Ρώτα με αν την πρώτη μου αγάπη, Που και που την θυμάμαι». Απ: Η πρώτη σου αγάπη ήταν το αντιμνημόνιο, την οποία και προφανώς δεν θυμάσαι. Μην επεκταθώ σε αυτό!

4. «Και αν τα νεύρα μου φταίνε, Που ξεσπάω στα μαλλιά μου». Απ: Αν κρίνουμε από τα μαλλιά της Γαϊτάνη, ως ένα βαθμό, εκεί θα ξεσπάς! Βέβαια η Ιωάννα έφυγε και πήγε στη Λαϊκή Βραδιά, οπότε τώρα δεν ξέρω αν κάτι έχει αλλάξει στο είναι σου.

5. «Ρώτα με πόσα βγάζω, Ρώτα πόσα ξοδεύω». Απ: Το πόσα βγάζεις είναι ένα θέμα. Πολλά αν κρίνουμε από τα πόθεν έσχες των βουλευτών σου. Βέβαια τα μισά τα ξεχνάτε να τα δηλώσετε, γιατί θερίζει το Alzheimer στην Κουμουνδούρου βλέπεις. Ο δε λατρεμένος Σταθάκης ξέχασε περί το 1,80 μύριο και 38 ακίνητα. Έλα μωρέ βρε αδερφέ. Την υγειά μας να ‘χουμε. Το πόσα ξοδεύεις, πάλι καλά που υπάρχει και μια Τρόικα και κάπως σου βάζει κι ένα χαλινάρι.

6. «Με τις μάσκες που αλλάζω, Αν τον κόσμο δουλεύω». Απ: Πάλι καλά που αναγνωρίζεις ότι η κωλοτούμπα έχει γίνει ολυμπιακό σου άθλημα με personal best. Επίσης πάλι καλά που αναγνωρίζεις ότι και με δόξα και τιμή τον κόσμο δούλευες και δουλεύεις, ειδικά με κάτι αλήστου μνήμης δηλώσεις ότι θα «σκίσεις τα Μνημόνια» και ότι θα «καταργήσεις τον ΕΝΦΙΑ».

Φθάνοντας στο ρεφραίν, θα μπορούσα νε ισχυριστώ με βεβαιότητα ότι δεν έχει γραφτεί τραγούδι άλλο που να κολλά πάνω στο προφίλ του μέσου Συριζέου, του Τσίπρα και όλου του παρεακίου της Κουμουνδούρου όσο το παρών.

Ότι κι αν με ρωτήσεις,
Δεν θα βρεις απαντήσεις
Ούτε ξέρω ποια είμαι, ούτε που πάω
Ότι κι αν με ρωτήσεις,
Τσάμπα θα προσπαθήσεις
Κάποια άλλη κοιμάμαι,
Κάποια άλλη ξυπνάω

Ρώτησε με ό,τι θες
Πάρε ανάσα και πάμε
Άλλη ήμουνα χθες
Και άλλη αύριο θα ‘μαι

Γιατί όταν ο Καρβέλας μπαίνει τόσο άψογα μέσα στην ανισορροπία που ρεζιλεύει και την ίδια παράδοση και παρακαταθήκη της Αριστεράς, τότε μπορείς να είσαι σίγουρος ότι το εκατέρωθεν ξεφτιλίκι έχει περάσει προ πολλού κάθε όριο ανοχής…