16 Νοεμβρίου 2016

Η Γραβάτα του Τσίπρα και ο Θεσμικός Μανδύας

Η επίσκεψη Obama πυροδότησε τη δημόσια σφαίρα με μια εκπληκτική μαγιά για συζήτηση, χλευασμό, σάτιρα και προβληματισμό. Εντούτοις, όπως συμβαίνει πάντα σε αυτή τη χώρα, η δεινότητα μας πάνω στην κοινωνική ανάλυση περιορίστηκε σε στιλιστικά ατοπήματα, σε λεκτικές πομφόλυγες και αδύναμα σημεία της μη-λεκτικής επικοινωνίας. Λίγο πολύ κάτι τέτοιο οφείλει να είναι αναμενόμενο από τους χρήστες των κοινωνικών δικτύων, οι οποίοι είναι αναγκασμένοι μέσα σε λιγοστούς χαρακτήρες και με την αρωγή οπτικοακουστικών μέσων να σκιαγραφήσουν ένα γεγονός, συχνά με μια διάθεση διακωμώδησης ή καυστικού σχολιασμού. Παρόλα αυτά, ακόμα και μέσω αυτής της περιορισμένης, ομολογουμένως, προσπάθειας καλλιεργείται ένα κλίμα, υπογραμμίζεται μια τάση και μπαίνουν θέματα στην ατζέντα της καθημερινότητας, αν όχι και της πολιτικής. Για το τελευταίο αρκεί κανείς να συμβουλευθεί τις ετήσιες μελέτες του Twiplomacy για να κατανοήσει πως ακόμα και η ίδια η πολιτική επικοινωνία – ίσως και η εν γένει διαδικασία παραγωγής πολιτικής -  μεταλλάσσεται σε έναν κόσμο που βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση.

Όλα τα παραπάνω – εκ μέρους τουλάχιστον των απλών πολιτών – είναι αναμενόμενα. Αυτό που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να δικαιολογήσει ένα συμβιβασμό είναι η επιφανειακή ανάγνωση όλων των ανωτέρω από τη δημοσιογραφική κάστα, την πολιτική φάρα και τους ανθρώπους του πνεύματος. Διάβασα πολλά άρθρα, μερικά εκ των οποίων συμπαθητικά περί της παραβίασης του όποιου πρωτοκόλλου από τον Έλληνα Πρωθυπουργό και για την καταπάτηση του πρωτοκόλλου μόδας από μεριάς του κ. Τσίπρα. Αυτό που δεν διάβασα είναι μια κριτική στάση απέναντι στο γιατί, εκτός αν μας ικανοποιεί μια απάντηση του τύπου «γιατί μπορεί», «γιατί έτσι γουστάρει» ή «γιατί έτσι μας αρέσει». Μολαταύτα, ανέκαθεν πίστευα ότι ούτε η πολιτική, αλλά ούτε και η ορθά εφαρμοσμένη δημοσιογραφία δεν είναι μπύρες Amstel! Αυτό ακριβώς, λοιπόν, το κενό είναι που με παρακινεί να γράψω άλλη μια φορά. Όχι τόσο γιατί κάποιος θα το διαβάσει, όσο γιατί νιώθω την ανάγκη πως πρέπει να το υπογραμμίσω.

Ας αρχίσουμε από μια ερώτηση: «γιατί υπάρχουν τα πρωτόκολλα;». Η ανομοιογένεια των κουλτούρων και η αναπόφευκτη συνύπαρξη τους σε πολιτικό ή διπλωματικό επίπεδο ανέδειξε γρήγορα την ιστορική ανάγκη να συμφωνήσουμε πάνω σε διαδικασίες ή συστήματα κανόνων μέσω των οποίων διενεργούνται διακρατικά ή διπλωματικά γεγονότα. Τα πρωτόκολλα εμπεριέχουν έντονα το συστημικό παράγοντα, αφού είναι εκ φύσεως περιοριστικά και άκρως στεγανά. Αναμφίβολα μπορεί να φαντάζουν άνευρα, έως και εκνευριστικά, αφού μας βάζουν συχνά σε ξένα παπούτσια, πόσο μάλλον δε όταν συνήθως τα παπούτσια είναι εκείνα του ισχυρού, ο οποίος διαθέτει σε διαχρονική βάση μεγαλύτερη διαπραγματευτική ικανότητα. Το πρωτόκολλο δεν διαφέρει τραγικά από έναν όποιον άλλο τυπικό θεσμό, απλά διαθέτει μια πιο διεθνή διάσταση.

Πάμε ένα βήμα πιο πέρα στο συλλογισμό μας, με ένα πρόσθετο ερώτημα: «για ποιο λόγο μπορεί να παραβιάζονται τα πρωτόκολλα;». Τα πρωτόκολλα έχουν ένα κακό συνήθειο, είναι βαριά, στεγανά και ανελαστικά. Τυχόν παραβίαση τους – ειδικά όταν συμφωνείται από κοινού – εξυπηρετεί την υιοθέτηση πιο χαλαρών νορμών, έτσι ώστε να  επιτυγχάνεται η εξοικονόμηση χρόνου και κόπου, αλλά πολλές φορές και χάριν της αποτελεσματικότητας. Το ενδιαφέρον είναι τι συμβαίνει όταν η παραβίαση του πρωτοκόλλου γίνεται μονομερώς. Αποκλείοντας τις καθαρά ανορθολογικές εκδοχές παθολογικής συμπεριφοράς, πρέπει αναγκαστικά να δεχθούμε ότι η συνειδητή παραβίαση ενός πρωτοκόλλου εξυπηρετεί έναν απώτερο σκοπό, αποτελεί με άλλα λόγια μια «δήλωση». Η σημειολογία μιας ενέργειας έχει νόημα τόσο στην καθημερινότητα μας, όσο και στην πολιτική ζωή ενός τόπου. Κάποιος θα μπορούσε να υπερτονίσει και τη σημειολογική αξία της αδράνειας, αλλά θα ανοίξουμε ένα μεγάλο θέμα που δεν χρειάζεται για τους σκοπούς αυτού του κειμένου.

Πάμε, λοιπόν, στη μελέτη μιας πιο ειδικής περίπτωσης: «τι σημαίνει ότι ο Τσίπρας δεν φορά γραβάτα;».  Κατά τη γνώμη μου, ακόμα και η ίδια η ερώτηση φανερώνει μια κρίσιμη προβληματική και εξηγώ αμέσως γιατί. Το ότι ο Τσίπρας δεν φορά γραβάτα δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Η πιο απλή εξήγηση θα ήταν ότι δεν του αρέσει ή τον πνίγει στο λαιμό. Ωστόσο, το ότι ο Έλληνας Πρωθυπουργός δεν φορά γραβάτα σε μια επίσημη συνάντηση με ομολόγους του σημαίνει κάτι. Αν για παράδειγμα ο Έλληνας Πρωθυπουργός ήθελε να κάνει μια σημειολογική δήλωση με τη μη-χρήση της γραβάτας, προσωπικά δεν θα είχα κανένα πρόβλημα. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν εξάγεται με οιοδήποτε τρόπο τα τελευταία χρόνια. Αντιθέτως, η μόνη πειστική εξήγηση δίνεται από τη σημερινή ανάρτηση του Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας, κ. Πολλάκη, ο οποίος παρέθεσε το εξής σχόλιο:


Η γραβάτα, λοιπόν, ταυτίζεται σημειολογικά με το σύστημα, το κατεστημένο και την καθεστηκυία τάξη που η Κυβέρνηση θέλει να καταπολεμήσει. Με κίνδυνο να θεωρηθώ μέλος αυτής της ιδιότυπης cosa nostra θα υπογραμμίσω ότι αυτή η σημειολογία είναι τουλάχιστον βρεφικού επιπέδου, αν όχι παντελώς κενή. Με την ίδια λογική, θα προτιμούσα πιότερο ο Έλληνας Πρωθυπουργός να εμφανιζόταν στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής με μπλούζα του Che Guevara, παρά χωρίς γραβάτα.

Αναμφίβολα, η απουσία γραβάτας είναι απλά ένα καρέ και σε καμιά περίπτωση ολόκληρη η ταινία, όχι μόνο για τον Τσίπρα, αλλά και για την πλειοψηφία των μελών της Κυβέρνησης. Το καίριο ερώτημα και πάλι δεν είναι αν ο Τσίπρας εκθέτει μια χώρα με την παράβαση των διεθνών νορμών, αλλά κατά πόσο ο Τσίπρας είναι συμφιλιωμένος με τη θεσμικότητα του να είναι κάποιος Έλληνας Πρωθυπουργός. Είναι άλλο πράγμα τι δεν μου αρέσει εμένα να πράττω ως κος Μηδενικός και άλλο το τι δεν μου αρέσει να κάνω όταν βρίσκομαι σε μια θεσμική θέση. Η ουσία είναι ότι ο Τσίπρας απεχθάνεται το θεσμικό του μανδύα και αυτό δεν είναι άποψη σε επίπεδο lifestyle, αλλά άρνηση της ίδιας της θεσμικότητας του ρόλου για τον οποίο πάλεψε με κάθε μέσο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του περιόδου.

Ειλικρινά, δεν θα με πείραζε διόλου αν ο Πρωθυπουργός Τσίπρας ήθελε να ηγηθεί μιας εκ βαθέων ανατροπής του θεσμικού κεκτημένου-κατεστημένου, εφόσον βέβαια αυτό το είχε βάλει πάνω στο τραπέζι του κοινωνικού διαλόγου. Ωστόσο, ο Πρωθυπουργός Τσίπρας, παρότι ευαγγελίστηκε την ανατροπή, τυλίχτηκε βασανιστικά μέσα στην κουβέρτα της καθεστηκυίας θεσμικότητας, είτε αυτή λέγεται αστική δημοκρατία, είτε αυτή λέγεται πατερίτσα των Θεσμών, είτε λέγεται ευρωπαϊκότητα της Ελλάδας. Εν τέλει η αντίδραση του προσομοίασε πιότερο εκείνης ενός εφήβου – ή ακόμα χειρότερα ενός παιδιού – που φοράει το πολυφορεμένο t-shirt μόνο και μόνο για να «την σπάσει» στον καταπιεστικό γονέα, παρά μιας ενός ώριμου και συνειδητοποιημένου ηγεμόνα. Είναι ακριβώς αυτή η έλλειψη συμφιλίωσης του Τσίπρα, της Κυβέρνησης και του Κόμματος του με το θεσμικό τους ρόλο που με τρομάζει, που με ανησυχεί και που με κάνει να αμφιβάλλω για την ωριμότητα του.


Σε προηγούμενο κείμενό μου ανέλυσα την εφηβικότητα του ΣΥΡΙΖΑ στα χρόνια του Μνημονίου. Νομίζω ότι αυτή η εφηβική φάση του ΣΥΡΙΖΑ μαζί με την έλλειψη συμφιλίωσης του με το θεσμικό μανδύα που φέρει η θέση του είναι που προκαλεί ένα σύνολο προβληματικών. Εκεί εντοπίζεται η ουσία, η γενεσιουργός αιτία της μιζέριας του. Και βέβαια το ζήτημα είναι ακραία υπαρξιακό, ένα θέμα που πρέπει ο ίδιος ο Αλέξης και το Κόμμα του να λύσουν. Δεν μπορώ, όμως, παρά να αναρωτιέμαι: όταν ένας λαός φαντάζει ως το ανήλικο στερνοπούλι μιας οικογένειας που ξεκληρίστηκε σε ένα ατύχημα, πόση πολυτέλεια μπορεί να έχει για να δέχεται ως κηδεμόνα το μεγάλο, αλλά εξίσου ανήλικο, αδερφό του;    

25 Οκτωβρίου 2016

Στα Χρόνια της Μνημονιακής Εφηβείας

Ο ιστορικός του μέλλοντος έχει υλικό για διατριβές τουλάχιστον μιας δεκαετίας. Παρότι για αυτό είμαι σχεδόν σίγουρος, δεν θα μπορούσα, με περισσή ευκολία, να παραδεχτώ ότι ο έλληνας ιστορικός του μέλλοντος θα έχει τη δυνατότητα να κατοικεί εντός της επικράτειας. Παρά  ταύτα κι από το ενδεχομένως εξω-ευρωπαϊκό και δεσμευτικά βροχερό Λονδίνο μια χαρά κάνει ένας ιστορικός τη δουλειά του.

Δεν θα τολμούσα να επιχειρήσω εδώ μια αποτίμηση της μεταμνημονιακής εποχής στην Ελλάδα. Εξάλλου, έξι και χρόνια μνημόνια – πασοκικά, νεοδημοκράτικα και συριζαΐκά – και δεν έχουμε καταφέρει ακόμα να αποτιμήσουμε επαρκώς τους λόγους που μας έφτασαν εδώ. Θες η καθαγιοποίηση του Βούδα της Ραφήνας και οι εκλεκτές του συγγένειες με την επωνομαζόμενη «αριστερά», θες η ένοχη και η παθολογική μας λατρεία στον πάλαι ποτέ πασοκισμό… πάντως ο ειλικρινής αντικατοπτρισμός στα μύχια της ψυχής του Έλληνα απέχει παρασάγγας από αυτό που θα μπορούσε κάποιος να ορίσει «επαρκές».

Ωστόσο, αυτό που θα μπορούσα να ισχυριστώ με κάποια βεβαιότητα είναι ότι καμιά κυβέρνηση μετά το 2010 δεν έκανε κύριο της το όποιο μνημονιακό διακύβευμα. Θα μου πείτε: «βρε μπάρμπα, πώς θα μπορούσε να γίνει αυτό, όταν ο μέσος κάτοικος της χώρας ευλογούσε τις αλησμόνητες πατρίδες προ του 2008;». Ορθώς, θα ανταπαντούσα ευθέως! Εντούτοις, σε κάποια γωνία αυτού του ιδιότυπου γνωσιακού δίπολου θαρρώ πως βρίσκεται η εξήγηση του εμφανώς δυσεπίλυτου διλήμματος. Αυτά ας τα αφήσουμε όμως για μια άλλη φορά…

Επαγωγικά, από τον παραπάνω σύντομο και αποσπασματικό συλλογισμό, προκύπτει, όμως, μια εύλογη απορία. Αν οι προηγούμενοι κυβερνώντες δεν κατάφεραν να εσωτερικοποιήσουν το μνημονιακό αφήγημα, πώς αναμένουμε να το πετύχει αυτό ένα κόμμα της Αριστεράς; Η απάντηση και πάλι θαρρώ πως θα έπρεπε να είναι κατηγορηματική. Ένα γνήσιο κόμμα της Αριστεράς δεν θα μπορούσε ποτέ να ενστερνιστεί επί της ουσίας ένα μνημονιακό αφήγημα! Στο αξίωμα αυτό θα ενέτασσα και το πνεύμα της ανακοίνωσης του 2ου Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, μέσα στο οποίο μπορεί κανείς να διακρίνει τη συνύπαρξη λέξεων όπως «μνημόνιο», «παράλληλο πρόγραμμα» και «επιτροπεία». Περιέργως, η μεταμνημονιακή συνταγή της αποτυχίας αποκρυσταλλώνεται μέσα από αυτούσια πρόταση της ανακοίνωσης και έχει ως εξής: «Ασφαλώς, όμως, η συμφωνία, δεν είναι το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε είναι «ιδιοκτησία της Αριστεράς», όπως δημόσια ζητούν να αναγνωρίσουμε εκπρόσωποι των δανειστών σε μια προσπάθειά τους να ξαναγράψουν την ιστορία της σκληρής διαπραγμάτευσης και του αγώνα που δώσαμε και να σβήσουν το ίχνος του δικού τους αδίστακτου εκβιασμού». Με άλλα λόγια, η ιδιοκτησία των μετά το 2010 μνημονίων παραμένει μετέωρη σε μια ατέρμονη λούπα και αυτά γυρνούν σαν αδέσποτα σκυλιά, τα οποία ως συνήθως πεινασμένα κλέβουν και δαγκώνουν περαστικούς.

Ο Τσίπρας φαίνεται να είναι από τους λίγους – μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ – που κατανοεί ότι μπορεί ιστορικά η εγκαθίδρυση του ΣΥΡΙΖΑ να μην περνά μέσα από το Μνημόνιο καθεαυτό, αλλά σίγουρα περνά μέσα από την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα per se. Παρότι αυτό είναι, μάλλον, αυτονόητο, για κόμματα όπως η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ ή το ΚΚΕ, το ίδιο δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι ισχύει και για το ΣΥΡΙΖΑ. Από μια άλλη σκοπιά, εύλογα κάποιος θα υπογράμμιζε ότι η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς την ενηλικίωση είναι ένα τίμημα που ενδεχομένως πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα, αλλά και οι Έλληνες ως πολίτες να υπομείνουν.

Εντούτοις, η όποια ενηλικίωση ανθρώπου ή κόμματος δεν γίνεται αναίμακτα. Μακάριοι οι γονείς που μεγάλωσαν παιδιά που δεν πέρασαν έντονη εφηβεία, ωστόσο ο κανόνας, μάλλον, θέλει τον κάθε νέο να διανύει μια περίοδο βαθιάς άρνησης και αμφισβήτησης της καθεστηκυίας τάξης και των νορμών που του επιβάλλονται με ένα πατριαρχικό σχεδόν τρόπο. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν έφηβος, τότε περιγραφικά θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τις αντικρουόμενες απόψεις στο εσωτερικό του σαν φωνές που αντηχούν στο μυαλό ενός εφήβου. Πρόκειται για μια σύγκρουση νοητικών μοντέλων, μια μάχη ανάμεσα στο παλιό που έχει χειραφετηθεί από το στενό οικογενειακό πυρήνα και το νέο που διοχετεύεται αδιάλειπτα μέσα από την απότομη ένταξη του ατόμου στην κοινωνία, έξω από την προστατευτική γυάλα του οικογενειακού κλοιού. Και για να είμαστε ξεκάθαροι, αυτή δεν είναι μια διεργασία που οφείλει να περάσει μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ ως παγκόσμια πρωτοτυπία. Όλοι ανεξαιρέτως οι κομματικοί οργανισμοί περνούν – σχεδόν νομοτελειακά – τις φάσεις του κύκλου ζωής τους. Αυτό που διαφοροποιείται, όμως, από περίοδο σε περίοδο είναι οι συνθήκες του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα αυτός ο κύκλος ζωής. Γιατί αγαπητοί μου, άλλο είναι να περνάς τη φάση της εφηβείας με ένα γερό πορτοφόλι στήριξης από τους δόλιους γονείς και άλλο ορφανός σαν ήρωας του Καρόλου Ντίκενς.

Ο πολιτικός χρόνος μέσα στον οποίο ένα κόμμα μπορεί να ξεδιπλώσει μια πολιτική, να δώσει σχήμα σε μια ιδεολογία, να εξασφαλίσει τα συμφέροντα των ημετέρων του… και γιατί όχι και να ενηλικιωθεί είναι κρίσιμος και θεμελιακός παράγοντας βιωσιμότητας του όποιου εγχειρήματος. Αυτό δεν αλλάζει! Ως σημείο του καιρού μας, όμως, αυτό που διακρίνεται δια γυμνού οφθαλμού με αρκετή μυωπία είναι ότι αυτός ο χρόνος συστέλλεται συνεχώς, δίχως καμία δυνατότητα επιμήκυνσης. Αντιθέτως, η τάση και η εμπειρία δείχνει ότι μαζεύεται σχεδόν καχεκτικά, όπως ακριβώς το πανάκριβο πουλόβερ που μπήκε στο πλύσιμο. Και μπορεί η νοικοκυρά να κλαίει γοερά και επίμονα για τα λεφτά που είχε ξοδέψει για να το αγοράσει πίσω στο 2006, αλλά το κυρίαρχο πρόβλημα μένει… έρχεται χειμώνας και αυτή θα μείνει άλλη μια χρονιά με τη γύμνια της μέσα στο κρύο…



29 Ιουλίου 2016

Νεφελοκοκκυγία

Πούθε πέφτει αλήθεια η Νεφελοκοκκυγία; Ψηλά αναμφίβολα, μιας τέτοιας χώρας της πρέπει ο αιθέρας. Αριστοφανικά, η εν λόγω μυθική γεωγραφία τοποθετείται κάπου ανάμεσα στους Θεούς και τους Ανθρώπους, θέση στρατηγική, αφού σε άλλες εποχές θα περνάγαμε και αγωγούς φυσικών αερίων ή μερικές γραμμές μετρό να μας βρίσκονται αν μπορούσαμε. Για καλή τύχη, βέβαια, τόσο της Νεφελοκοκκυγίας όσο και των απανταχού φορολογουμένων, αυτό δεν δύναται φυσικώς να επιτευχθεί. Από την άλλη οι Πεισθέταιροι και Ευέλπιδες  σε αυτή την πλάση ποτέ δεν στέρεψαν ή έστω περίσσεψαν.

Γιατί, άραγε, ως άνθρωποι έχουμε τη φυσική ροπή να αποζητούμε τη Νεφελοκοκκυγία; Ή κοιτώντας το ελαφρά λοξά το θέμα, γιατί είμαστε τόσο επιρρεπείς στην υπόσχεση της; Η απάντηση στο ερώτημα θαρρώ πως είναι απλή και διττή. Πρώτον, διότι αυτή είναι η φύση μας και δεύτερον γιατί κάπως πρέπει να ζήσουν οι Πεισθέταιροι και οι Ευέλπιδες. Ποιος άλλωστε δεν επιθυμεί να ίπταται ξεκούραστος στους αιθέρες του μυαλού, χωρίς έννοιες, χωρίς σκοτούρες, με πακτωλό χρημάτων (δανεικών και αγύριστων κατά προτίμηση) και βασικά να διαθέτει και στο τσεπάκι του εξουσία επί των Θεών, επιχειρώντας έτσι περήφανες και πρωτόγνωρες για εαυτόν πολύωρες διαπραγματεύσεις μαζί τους. Εξάλλου, για το χρήμα, την εξουσία και τον έρωτα έχουν, ιστορικά, γίνει τα μεγαλύτερα εγκλήματα και μάχες, και οι Πεισθέταιροι αυτού του κόσμου το γνωρίζουν αυτό πολύ καλά.

Πούθε πέφτει, λοιπόν, η Νεφελοκοκκυγία; Άραγε δύναται να βρίσκεται παντού, να περικλείει όλη την πλάση, δίχως διαχωρισμούς κι αποκλεισμούς; Ο Πεισθέταιρος θα υποστήριζε ότι όλοι έχουμε δικαίωμα στο όνειρο, αλλά και το βίωμα, του να ζούμε, του να πάρουμε τη θέση που μας αξίζει στη Νεφελοκοκκυγία. Αίτημα δίκαιο, ωσάν τη δίκαιη ανάπτυξη, αξία θεμελιακή, αυτονόητη. Πλάι του, ο Ευελπίδης θα προσέθετε σαφώς ότι είναι βέβαιος ότι το status της Νεφελοκοκκυγίας θα είναι παρασάγγας καλύτερο για όλους, από αυτό που ζούμε τώρα.

Πώς πάμε, όμως, στη Νεφελοκοκκυγία; Μα σας το είπα, μετρό δεν υπάρχει, πάνω-κάτω σαν τη Θεσσαλονίκη ένα πράγμα, και ο ΟΑΣΘ έχει 24ωρη απεργία… χαλαρά. Σύμφωνα με τα λόγια του Πεισθέταιρου, όμως, ο δρόμος για τη Νεφελοκοκκυγία πρέπει να είναι πρωτίστως περήφανος, όχι δοσίλογου χαρακτήρα σαν αυτό που βιώναμε χρόνια τώρα. Παρομοίως, η αιθέρια αυτή πόλη οφείλει να κομίζει το «νέο». Ποιο νέο; Ώχου αδερφέ, αυτό που δεν είναι παλιό! Τι είναι παλιό; Αυτό που βιώνεις ντε, δεν έχεις κουραστεί μέσα σε αυτή τη διαρκή άχλη. Τι είναι άχλη; «Χμμμ… θαρρώ σε καλό δρόμο είμαστε», αναφώνησε ο Ευελπίδης κάπου πίσω από μια συκιά.

Είναι κάτι ακόμα που πρέπει να γνωρίζουμε για τη Νεφελοκοκκυγία; Τίποτα παραπάνω που να θέλω να μάθεις είναι η αλήθεια, σιγοψιθύρισε ο Πεισθέταιρος ένοχα. Τώρα αν εσύ είσαι κάνας μπούφος, τιμητικός πολίτης της Νεφελοκοκκυγίας, και δεν διαβάζεις τα ψιλά γράμματα, δεν θα φέρω εγώ καμιά ευθύνη, σκέφτηκε και μειδίασε ένοχα ο Ευελπίδης. Θα μπορούσα εγώ δηλαδή να σας ενημερώσω ότι στη Νεφελοκοκκυγία δεν έχει χρήματα (κάτι σαν μόνιμα capital controls βρε αδερφέ), δεν λέει κανείς ψέματα (δηλαδή βασικά είναι όλοι τόσο μπούφοι που χωνεύουν αμάσητα όλα τα ψέματα) και δεν γίνονται δίκες (σκέψου τώρα εσύ σαν να λέμε τη Θάνου με το μαλλί Ναυτίλο να περιμένει στην ουρά του ΟΑΕΔ για το επίδομα ανεργίας σε είδος… λεφτά δεν έχουμε είπαμε), αλλά όλα αυτά δεν θα σας τα πω. Η χάρη του να ανακαλύπτει μόνος του ο άνθρωπος τα λάθη του είναι βίωμα ανεπανάληπτο και με αξία ανεκτίμητη.

Και τώρα που στα είπα όλα αυτά, τι λες, πάμε Νεφελοκοκκυγία;


25 Ιουλίου 2016

Semantics^29

Ας αρχίσουμε από τα απλά, τα τόσο εύληπτα ακόμη και στον πιο αδαή: Δευτέρα στη δουλειά Ιούλη μήνα δεν είναι κάτι που διαχειρίζεται κάποιος αγόγγυστα. Θέλει αρετή και τόλμη το Δευτέρα στη δουλειά μετά από ένα Σάββατο ξέφρενου γλεντιού στα «γεράματα». Τα ακούς Κάλβο μου;

Παραβλέποντας, όμως, αυτή την πανανθρώπινη αξία (sic), σήμερα νεκρανασταίνομαι διαδικτυακά και ιστολογικά μόνο και μόνο γιατί το όφειλα. Γιατί το να ανακαλύπτεις ένα τραγούδι που σε χτυπάει σαν σαϊτιά και σου ξεπετά εικόνες, δεν είναι εύκολο πράγμα στη σήμερον ημέρα. Γιατί όταν οι γύρω σου – και εσύ - κοπανιόνται, ομολογουμένως με κέφι, στους ήχους της Ελένης και της Έλενας είναι σαφώς ένα όμορφο θέαμα. Ωστόσο, από την άλλη, όταν μετά από πολύ χορό χωρίς τα γυαλιά (μέσα σαν να λέμε στην γκαβομάρα, αλλά και σε απόλυτο trance) τα ξαναβάζεις, συνειδητοποιείς – σχεδόν κρυστάλλινα - ότι απέναντι σου κάθεται το πιο σταθερό, το πιο λατρεμένο, το πιο αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής σου, αν όχι της ίδιας σου της ύπαρξης. Και εκεί συνειδητοποιείς ότι όλα τα άσματα που θα ακούσεις εκεί, δεν μπορούν να περιγράψουν την ευγνωμοσύνη που νιώθεις. Έρχεται, λοιπόν, η τσαγκαροδευτέρα στη δουλειά και εκεί που λες ότι δεν υπάρχει ελπίδα, νιώθοντας ασυνείδητα εκείνο το μουσικό κενό από το Σάββατο, περνά εμπρός σου – σχεδόν τυχαία – ένα τραγούδι που έχει τίτλο «Οι Επιζώντες». Τίτλος βαρύγδουπος, σχεδόν Μακροπουλικός και Θεωδορακικός. Δεν έχεις χειρότερο δευτεριάτικα!

(Ανέκαθεν θεωρούσα ότι οι στίχοι είναι αυτοί που κάνουν το τραγούδι… άσμα! Ειδικά για έναν άνθρωπο που αναγνωρίζει – σχεδόν έμφυτα – ότι οι λέξεις έχουν τη δική τους δύναμη, τη δική τους ζωή, τόσο εύπλαστη και γκεσταλτική από άνθρωπο σε άνθρωπο, καταλαβαίνεις ότι δύσκολα μπορώ να πάθω το AHA effect.)

Από τους πρώτους στίχους κιόλας τοποθετήσε μοναχός στο κέντρο μιας άδειας πλατείας θεάτρου, αίσθημα σπάνιο. Στη σκηνή είναι ένας μόνο άνθρωπος που έχει φάει έναν προβολέα στο κεφάλι, τόσο δυνατό που τον τυφλώνει. Το βάρος της λάμψης είναι τέτοιο που είναι σαν να λες ότι δεν μπορεί να σηκώσει καν το λαιμό του. Τα πρώτα του λόγια βγαίνουν ψιθυριστά, αλλά την ίδια στιγμή με σθένος και βεβαιότητα ότι για αυτό που ομολογεί (ναι ομολογεί!) είναι σίγουρος όσο ότι το χτύπημα της καρδιάς δίνει ζωή. Λέξη-λέξη αυτή η ατσάλινη πίστη στις λέξεις, στα λόγια του, στα θέλω του, εξελίσσεται και μαζί του ο μυς στον αυχένα λες και γίνεται όλο και πιο δυνατός, τόσο που να του επιτρέπει μερικά ακόμη εκατοστά πιο κοντά στο απευθείας βλέμμα του στη δέσμη φωτός του προβολέα. Είναι τελικά σε ένα κρεσέντο που το πρόσωπο του φτάνει να λούζεται όλο από το φως, σχεδόν σαν μια εικόνα θείας αποκάλυψης. Ο απολογισμός της «άλλης μιας χρονιάς» φορτώνεται με στιγμές απλές, καθημερινές, μπορεί και διονυσιακές, αλλά σε κάθε περίπτωση ανθρώπινες. Το θράσος του είναι τέτοιο που ακόμη και ο ίδιος ο προβολέας δεν μπορεί να αντισταθεί στο σθένος του, στην πυγμή ότι για «άλλη μια χρονιά» εγώ είμαι εγώ και θα συνεχίσω σε πείσμα των καιρών να είμαι εγώ. Και κάπου εκεί ο προβολέας χάνει το πάνω χέρι, η ισχύς του πέφτει, πλέον φέγγει σαν την πιο γλυκιά πανσέληνο του καλοκαιριού… και εκεί για πρώτη φορά, ο ερμηνευτής βλέπει ότι δεν είναι μόνος. Μέσα στην πλατεία υπάρχει ένα ανθρωπάκι που έχει δει όλο αυτό το σκηνικό να ξεδιπλώνεται, νιώθοντας μια ένοχη απόλαυση που έχει υπάρξει μάρτυρας αυτής της ιδιότυπης εξομολόγησης, την οποία ωστόσο θα μπορούσε να είχε κάνει και το ίδιο.   

Ο «επιζών» του Γεράσιμου είναι ένας. Γεγονός! Ωστόσο, η μαγεία του είναι πως μέσα από αυτή την αναμφισβήτητη μοναδικότητά του, μπορεί να ντύσει με τον μανδύα του τον καθένα μας… και κάπως έτσι να γίνει «πολλοί». Σε τελική ανάλυση, αν ένα άσμα μπορεί να το καταφέρει αυτό ακριβώς έστω και για έναν άνθρωπο, τότε δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ολότελα ευλογημένο. Μπράβο Γεράσιμε!