29 Ιουλίου 2016

Νεφελοκοκκυγία

Πούθε πέφτει αλήθεια η Νεφελοκοκκυγία; Ψηλά αναμφίβολα, μιας τέτοιας χώρας της πρέπει ο αιθέρας. Αριστοφανικά, η εν λόγω μυθική γεωγραφία τοποθετείται κάπου ανάμεσα στους Θεούς και τους Ανθρώπους, θέση στρατηγική, αφού σε άλλες εποχές θα περνάγαμε και αγωγούς φυσικών αερίων ή μερικές γραμμές μετρό να μας βρίσκονται αν μπορούσαμε. Για καλή τύχη, βέβαια, τόσο της Νεφελοκοκκυγίας όσο και των απανταχού φορολογουμένων, αυτό δεν δύναται φυσικώς να επιτευχθεί. Από την άλλη οι Πεισθέταιροι και Ευέλπιδες  σε αυτή την πλάση ποτέ δεν στέρεψαν ή έστω περίσσεψαν.

Γιατί, άραγε, ως άνθρωποι έχουμε τη φυσική ροπή να αποζητούμε τη Νεφελοκοκκυγία; Ή κοιτώντας το ελαφρά λοξά το θέμα, γιατί είμαστε τόσο επιρρεπείς στην υπόσχεση της; Η απάντηση στο ερώτημα θαρρώ πως είναι απλή και διττή. Πρώτον, διότι αυτή είναι η φύση μας και δεύτερον γιατί κάπως πρέπει να ζήσουν οι Πεισθέταιροι και οι Ευέλπιδες. Ποιος άλλωστε δεν επιθυμεί να ίπταται ξεκούραστος στους αιθέρες του μυαλού, χωρίς έννοιες, χωρίς σκοτούρες, με πακτωλό χρημάτων (δανεικών και αγύριστων κατά προτίμηση) και βασικά να διαθέτει και στο τσεπάκι του εξουσία επί των Θεών, επιχειρώντας έτσι περήφανες και πρωτόγνωρες για εαυτόν πολύωρες διαπραγματεύσεις μαζί τους. Εξάλλου, για το χρήμα, την εξουσία και τον έρωτα έχουν, ιστορικά, γίνει τα μεγαλύτερα εγκλήματα και μάχες, και οι Πεισθέταιροι αυτού του κόσμου το γνωρίζουν αυτό πολύ καλά.

Πούθε πέφτει, λοιπόν, η Νεφελοκοκκυγία; Άραγε δύναται να βρίσκεται παντού, να περικλείει όλη την πλάση, δίχως διαχωρισμούς κι αποκλεισμούς; Ο Πεισθέταιρος θα υποστήριζε ότι όλοι έχουμε δικαίωμα στο όνειρο, αλλά και το βίωμα, του να ζούμε, του να πάρουμε τη θέση που μας αξίζει στη Νεφελοκοκκυγία. Αίτημα δίκαιο, ωσάν τη δίκαιη ανάπτυξη, αξία θεμελιακή, αυτονόητη. Πλάι του, ο Ευελπίδης θα προσέθετε σαφώς ότι είναι βέβαιος ότι το status της Νεφελοκοκκυγίας θα είναι παρασάγγας καλύτερο για όλους, από αυτό που ζούμε τώρα.

Πώς πάμε, όμως, στη Νεφελοκοκκυγία; Μα σας το είπα, μετρό δεν υπάρχει, πάνω-κάτω σαν τη Θεσσαλονίκη ένα πράγμα, και ο ΟΑΣΘ έχει 24ωρη απεργία… χαλαρά. Σύμφωνα με τα λόγια του Πεισθέταιρου, όμως, ο δρόμος για τη Νεφελοκοκκυγία πρέπει να είναι πρωτίστως περήφανος, όχι δοσίλογου χαρακτήρα σαν αυτό που βιώναμε χρόνια τώρα. Παρομοίως, η αιθέρια αυτή πόλη οφείλει να κομίζει το «νέο». Ποιο νέο; Ώχου αδερφέ, αυτό που δεν είναι παλιό! Τι είναι παλιό; Αυτό που βιώνεις ντε, δεν έχεις κουραστεί μέσα σε αυτή τη διαρκή άχλη. Τι είναι άχλη; «Χμμμ… θαρρώ σε καλό δρόμο είμαστε», αναφώνησε ο Ευελπίδης κάπου πίσω από μια συκιά.

Είναι κάτι ακόμα που πρέπει να γνωρίζουμε για τη Νεφελοκοκκυγία; Τίποτα παραπάνω που να θέλω να μάθεις είναι η αλήθεια, σιγοψιθύρισε ο Πεισθέταιρος ένοχα. Τώρα αν εσύ είσαι κάνας μπούφος, τιμητικός πολίτης της Νεφελοκοκκυγίας, και δεν διαβάζεις τα ψιλά γράμματα, δεν θα φέρω εγώ καμιά ευθύνη, σκέφτηκε και μειδίασε ένοχα ο Ευελπίδης. Θα μπορούσα εγώ δηλαδή να σας ενημερώσω ότι στη Νεφελοκοκκυγία δεν έχει χρήματα (κάτι σαν μόνιμα capital controls βρε αδερφέ), δεν λέει κανείς ψέματα (δηλαδή βασικά είναι όλοι τόσο μπούφοι που χωνεύουν αμάσητα όλα τα ψέματα) και δεν γίνονται δίκες (σκέψου τώρα εσύ σαν να λέμε τη Θάνου με το μαλλί Ναυτίλο να περιμένει στην ουρά του ΟΑΕΔ για το επίδομα ανεργίας σε είδος… λεφτά δεν έχουμε είπαμε), αλλά όλα αυτά δεν θα σας τα πω. Η χάρη του να ανακαλύπτει μόνος του ο άνθρωπος τα λάθη του είναι βίωμα ανεπανάληπτο και με αξία ανεκτίμητη.

Και τώρα που στα είπα όλα αυτά, τι λες, πάμε Νεφελοκοκκυγία;


25 Ιουλίου 2016

Semantics^29

Ας αρχίσουμε από τα απλά, τα τόσο εύληπτα ακόμη και στον πιο αδαή: Δευτέρα στη δουλειά Ιούλη μήνα δεν είναι κάτι που διαχειρίζεται κάποιος αγόγγυστα. Θέλει αρετή και τόλμη το Δευτέρα στη δουλειά μετά από ένα Σάββατο ξέφρενου γλεντιού στα «γεράματα». Τα ακούς Κάλβο μου;

Παραβλέποντας, όμως, αυτή την πανανθρώπινη αξία (sic), σήμερα νεκρανασταίνομαι διαδικτυακά και ιστολογικά μόνο και μόνο γιατί το όφειλα. Γιατί το να ανακαλύπτεις ένα τραγούδι που σε χτυπάει σαν σαϊτιά και σου ξεπετά εικόνες, δεν είναι εύκολο πράγμα στη σήμερον ημέρα. Γιατί όταν οι γύρω σου – και εσύ - κοπανιόνται, ομολογουμένως με κέφι, στους ήχους της Ελένης και της Έλενας είναι σαφώς ένα όμορφο θέαμα. Ωστόσο, από την άλλη, όταν μετά από πολύ χορό χωρίς τα γυαλιά (μέσα σαν να λέμε στην γκαβομάρα, αλλά και σε απόλυτο trance) τα ξαναβάζεις, συνειδητοποιείς – σχεδόν κρυστάλλινα - ότι απέναντι σου κάθεται το πιο σταθερό, το πιο λατρεμένο, το πιο αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής σου, αν όχι της ίδιας σου της ύπαρξης. Και εκεί συνειδητοποιείς ότι όλα τα άσματα που θα ακούσεις εκεί, δεν μπορούν να περιγράψουν την ευγνωμοσύνη που νιώθεις. Έρχεται, λοιπόν, η τσαγκαροδευτέρα στη δουλειά και εκεί που λες ότι δεν υπάρχει ελπίδα, νιώθοντας ασυνείδητα εκείνο το μουσικό κενό από το Σάββατο, περνά εμπρός σου – σχεδόν τυχαία – ένα τραγούδι που έχει τίτλο «Οι Επιζώντες». Τίτλος βαρύγδουπος, σχεδόν Μακροπουλικός και Θεωδορακικός. Δεν έχεις χειρότερο δευτεριάτικα!

(Ανέκαθεν θεωρούσα ότι οι στίχοι είναι αυτοί που κάνουν το τραγούδι… άσμα! Ειδικά για έναν άνθρωπο που αναγνωρίζει – σχεδόν έμφυτα – ότι οι λέξεις έχουν τη δική τους δύναμη, τη δική τους ζωή, τόσο εύπλαστη και γκεσταλτική από άνθρωπο σε άνθρωπο, καταλαβαίνεις ότι δύσκολα μπορώ να πάθω το AHA effect.)

Από τους πρώτους στίχους κιόλας τοποθετήσε μοναχός στο κέντρο μιας άδειας πλατείας θεάτρου, αίσθημα σπάνιο. Στη σκηνή είναι ένας μόνο άνθρωπος που έχει φάει έναν προβολέα στο κεφάλι, τόσο δυνατό που τον τυφλώνει. Το βάρος της λάμψης είναι τέτοιο που είναι σαν να λες ότι δεν μπορεί να σηκώσει καν το λαιμό του. Τα πρώτα του λόγια βγαίνουν ψιθυριστά, αλλά την ίδια στιγμή με σθένος και βεβαιότητα ότι για αυτό που ομολογεί (ναι ομολογεί!) είναι σίγουρος όσο ότι το χτύπημα της καρδιάς δίνει ζωή. Λέξη-λέξη αυτή η ατσάλινη πίστη στις λέξεις, στα λόγια του, στα θέλω του, εξελίσσεται και μαζί του ο μυς στον αυχένα λες και γίνεται όλο και πιο δυνατός, τόσο που να του επιτρέπει μερικά ακόμη εκατοστά πιο κοντά στο απευθείας βλέμμα του στη δέσμη φωτός του προβολέα. Είναι τελικά σε ένα κρεσέντο που το πρόσωπο του φτάνει να λούζεται όλο από το φως, σχεδόν σαν μια εικόνα θείας αποκάλυψης. Ο απολογισμός της «άλλης μιας χρονιάς» φορτώνεται με στιγμές απλές, καθημερινές, μπορεί και διονυσιακές, αλλά σε κάθε περίπτωση ανθρώπινες. Το θράσος του είναι τέτοιο που ακόμη και ο ίδιος ο προβολέας δεν μπορεί να αντισταθεί στο σθένος του, στην πυγμή ότι για «άλλη μια χρονιά» εγώ είμαι εγώ και θα συνεχίσω σε πείσμα των καιρών να είμαι εγώ. Και κάπου εκεί ο προβολέας χάνει το πάνω χέρι, η ισχύς του πέφτει, πλέον φέγγει σαν την πιο γλυκιά πανσέληνο του καλοκαιριού… και εκεί για πρώτη φορά, ο ερμηνευτής βλέπει ότι δεν είναι μόνος. Μέσα στην πλατεία υπάρχει ένα ανθρωπάκι που έχει δει όλο αυτό το σκηνικό να ξεδιπλώνεται, νιώθοντας μια ένοχη απόλαυση που έχει υπάρξει μάρτυρας αυτής της ιδιότυπης εξομολόγησης, την οποία ωστόσο θα μπορούσε να είχε κάνει και το ίδιο.   

Ο «επιζών» του Γεράσιμου είναι ένας. Γεγονός! Ωστόσο, η μαγεία του είναι πως μέσα από αυτή την αναμφισβήτητη μοναδικότητά του, μπορεί να ντύσει με τον μανδύα του τον καθένα μας… και κάπως έτσι να γίνει «πολλοί». Σε τελική ανάλυση, αν ένα άσμα μπορεί να το καταφέρει αυτό ακριβώς έστω και για έναν άνθρωπο, τότε δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ολότελα ευλογημένο. Μπράβο Γεράσιμε!