Λίγο μετά, ξυρίζοντας το κεφάλι του με τη κουρευτική μηχανή, δεν μπορούσε να πιστέψει το σκηνικό που μόλις είχε λάβει χώρα. Πίσω στη reception τα πράγματα ήταν σαν να μη συνέβη ποτέ τίποτα. Γούρλωσε τα μάτια με απορία! Μα δεν γίνεται να το φαντάστηκε όλο αυτό και σίγουρα δεν μπορεί να μπήκε κάποιος και να καθάρισε μέσα σε λίγα λεπτά, που έλειπε, τόσα αίματα. Με την άκρη του ματιού του έπιασε πάλι τη γνώριμη μαύρη σκιά να περνάει από τη πόρτα που χώριζε το χολ από τη τραπεζαρία. Πετάχτηκε με ορμή προς τα εκεί για να αντικρίσει ένα τεράστιο τραπέζι στολισμένο με όλα τα καλά του κόσμου. Ένα ολόκληρο γουρουνόπουλο με ένα μήλο στο στόμα, σαν εκείνα που έβλεπε κανείς στις ταινίες. Πιατέλες ολόκληρες με σαλάτες λογιών-λογιών, πατάτες φούρνου σε πήλινα δοχεία και πανέρια με φρούτα από τα πιο εξωτικά μέρη του πλανήτη, μερικά μάλιστα που του φαινόταν σαν να μην τα είχα ξαναντικρίσει σε ολάκερη τη ζωή του. Η λαχτάρα που είχε περάσει, μαζί με τη πείνα που τον θέριζε, ήταν παράξενος συνδυασμός. Είχε υπογράψει ότι δεν θα φάει τίποτα για δυο μερόνυχτα, αλλά ο όρκος αυτός είχε ήδη καταπατηθεί με τη κατανάλωση μια ολόκληρης snickers. Τι κακό θα είχε ένα επιπρόσθετο μπούτι από τη λαχταριστή γουρουνοπούλα;
Σχεδόν στη τελευταία μπουκιά αναλογίστηκε για μια ακόμη φορά το αγνώστου αποστολέα σημείωμα: “Μετάληψη δια υλικής οδού εστί καταπάτηση όρκου ιερού”. Δεν πρόλαβε να σηκωθεί από το τραπέζι όταν το μπολ με τον πουρέ της πατάτας άρχιζε να κοχλάζει και κατσαρίδες να βγαίνουν στην επιφάνεια του. Το γουρουνόπουλο έφτυσε το μήλο και σηκώθηκε στα τρία του πόδια, με ένα μέρος από τα πλευρά του να λείπει. Με ένα σχεδόν απόκοσμο ύφος και τη κριτσανιστή του πέτσα να τρίζει γύρισε στον Tom και έβγαλε μια πνιγερή κραυγή, κάτι ανάμεσα σε πόνο και απόγνωση. Μόνο μια φορά είχε ξανακούσει αυτό το σύριγμα, κάτω από ένα μαξιλάρι και δυο χέρια να τον χτυπούν στους ώμους. Παραπάτησε προς τα πίσω καθώς σηκώθηκε άγαρμπα από τη καρέκλα και σωριάστηκε στο πάτωμα. Το γουρούνι τον κοίταζε μέσα στα μάτια στεκάμενο στην άκρη του τραπεζιού. Ένιωσε ότι πνιγόταν και ήθελε να φωνάξει. Μια κραυγή τρόμου βγήκε από τα σωθικά του και ήταν σαν να φώναζε από τα έγκατα της κόλασης για συγχώρεση, για όλες τις αμαρτίες που είχε πράξει σε όλο του το βιός. Ήταν έτοιμος να κάνει εμετό για μια ακόμη φορά μέσα σε μια μέρα, αλλά αντ’ αυτού το κεφάλι ενός φιδιού ξεπήδησε από το στόμα του. Μια αυτοκρατορική κόμπρα που η ουρά της στεκόταν ακόμη μέσα στο φάρυγγα του, τον κοίταζε κατάματα. Τα δάκρυα που είχαν πλημμυρίσει το πρόσωπο του, δήλωναν ότι ξέπνοος πια είχε σχεδόν διαλυθεί από τον φόβο. Εκεί που με βεβαιότητα θα στοιχημάτιζε στο τέλος της ζωής του, η κόμπρα ελευθέρωσε τον οισοφάγο του και ο αέρας οξυγόνωσε μεμιάς τον εγκέφαλό του γλιτώνοντας τον από σίγουρη λιποθυμία. Στον ενδεχόμενο θάνατο του Tom, αυτόν που τόσο ανεξήγητα ξεπηδούσε κάθε λεπτό της ώρας από το ξημέρωμα, δεν υπήρχε ούτε λευκό τούνελ, ούτε αναπόληση της ζωής σε μορφή κινηματογραφικού καρέ. Όλα έμοιαζαν σαν ένα νοσηρό εφιάλτη που εύχεσαι να βρεθεί κάποιος να σε τσιμπήσει και να πεταχτείς ιδρωμένος στην ασφάλεια του κρεβατιού σου.
Το μόνο που γνώριζε με βεβαιότητα ο Tom ήταν πως ήθελε να φύγει από αυτό το κωλοχανείο. Αρκετά με τα καπρίτσια της Meredith που κυρίευαν για τόσο χρόνια τη καθημερινότητα του. Αυτή η πουτάνα με το αγγελικό πρόσωπο τον καταδυνάστευε επί πέντε συναπτά έτη και το μόνο καλό που αξιώθηκε να κάνει είναι να τινάξει τα πέταλα στη σωστή ώρα. Ο ερχομός της Adriel ήταν το καλύτερο πράγμα που του είχε συμβεί μετά το καταστροφικό του γάμο. Όταν ήταν μαζί της ένιωθε ότι άξιζε η ύπαρξη του μέχρι την τελευταία του πνοή. Είναι αλήθεια ότι ο έρωτας σε κάνει πολλές φορές να παραλογίζεσαι κι ο Tom δεν ήταν από καιρό διατεθειμένος να ζει υπό τη παρανοϊκή ζήλια της Meredith. Όχι πως η μέγαιρα είχε βέβαια άδικο. Το κέρατο που της είχε τραβήξει με την Adriel είχε περάσει κάθε προηγούμενο. Γαμιόντουσαν σαν τα σκυλιά στο διπλανό δωμάτιο από της γυναίκας του σε εκείνο το απομακρυσμένο ελληνικό νησί. Αυτός υποτίθεται ότι έπρεπε να πάει να συναντήσει έναν παλιό του φίλο, κάτι που σίγουρα θα έκανε τη Meredith να χασμουριέται μέχρι θανάτου και μετά βεβαιότητας να αρνηθεί τη πρόσκληση. Που να ήξερε η δόλια ότι αυτός ο φανταστικός φίλος ήταν μια δίμετρη Σέρβα που περίμενε με ανοικτά τα πόδια στη μεσοτοιχία!
Ο Tom ήταν σκυφτός ακόμη στο πάτωμα και τελείως χαμένος στις σκέψεις του. Έφτανε, όμως, ένα άγγιγμα στον ώμο για να τον κάνει να πεταχτεί όρθιος και οι χτύποι της καρδιάς να βαρέσουν κόκκινο. Τι στο διάολο πια συνέβαινε σε αυτό το ξενοδοχείο φάντασμα; Εμπρός του στεκόταν, σαν να είχε έρθει από το πουθενά, η Adriel με ένα μεταξωτό μαύρο μανδύα. “Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;”, της φώναξε. “Δεν είχαμε πει να μη μας δει κανείς μέχρι αύριο…μα πως το διά…” και δεν πρόλαβε να τελειώσει τη πρόταση, καθώς η κοπέλα του σφάλισε τα χείλη με το δείκτη της.
Συνεχίζεται...
Θέλω τη συνέχεια και τη θέλω ΤΩΡΑ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΧε χε χε χε...
Πολύ ωραία η ιστοριούλα σου και πολύ ωραίο και το κλιπ από το αποίο την εμπνεύστηκες...
:)
Έτοιμη είναι έτσι κι αλλιώς η συνέχεια. Σήμερα-αύριο θα την ανεβάσω!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕ τι μας παιδευεις τότε! Ανεβασε την όλη και άσε τα parts! :P
ΑπάντησηΔιαγραφήπωπωπω ξινό του βγήκε το γουρουνόπουλο! χεχεχε!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάποιο λάκκο έχει η φάβα.. Άντριελ..
αντιπαθώ τα φίδια, αλλά πρέπει να παραδεχτώ ότι η κόμπρα είναι σπουδαίο ζώο...
ΑπάντησηΔιαγραφή(άσχετο σχόλιο και πάλι)
καλημέρα σας!
τί σήμερα άυριο καλέ???
ΑπάντησηΔιαγραφήΤωρα λέμε την συνέχεια!
μόνο αν θες, φτάνει με τα φίδια, νιώθω έναν κόμπο στον λαιμό και αρχίζω και πιστεύω οτι θα σκασει μυτη η ιδια κομπρα!
@Katsiki: Ένα format είπα ο δόλιος να κάνω. Περιμένετε κι εσείς λίγο! λολ!
ΑπάντησηΔιαγραφή@Ηφαιστίωνας: Του είπανε να μη φάει. Γιατί αυτός έφαγε; Οέοοο;!!
ΑπάντησηΔιαγραφή@Νext day: Όπως είπα και στο Κατσίκι, ένα φορματάκι έκανα και θα σας την ανεβάσω οσονούπω!
ΑπάντησηΔιαγραφή@U.S.: Γιατί; Καλά είναι τα φιδάκια...από μακριά ή μέσα σε γυάλα...χαχα!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήπολύ τσόγλανος ο Τομ!!! μα να πηδιέται στο δυπλανό δωμάτιο!!που πάμε, ορε που πάμε??
ΑπάντησηΔιαγραφή