Βασάνιζε το μυαλό του μήπως και μπορέσει να θυμηθεί το πρόσωπο που εμφανίστηκε κάτω από το λευκό σεντόνι. Μάταια όμως. Δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα απολύτως. Ήταν σίγουρος ότι ποτέ στο παρελθόν δεν είχε δει τον άνθρωπο αυτόν. Λίγα λεπτά αργότερα, είχε πια σταματήσει να μακαρίζει την τύχη του που δεν ήταν ο Πέτρος στη θέση του πτώματος και είχε πάψει να αναρωτιέται γιατί ο φίλος του είχε αργήσει τόσο πολύ στο προκαθορισμένο ραντεβού τους, χωρίς μάλιστα να τον ειδοποιήσει πάρα μόνο με ένα σύντομο τηλεφώνημα που δεν εξηγούσε και πολλά…
Τώρα, καθόταν σε μια άβολη καρέκλα σε έναν στενό διάδρομο του Τμήματος και άκουγε το μπάτσο που του εξηγούσε ότι είχε βρεθεί μόνο το κινητό του θύματος και τίποτα άλλο. Έτσι κατάφεραν να εντοπίσουν τον Φίλιππο. Από ένα και μοναδικό στοιχείο: τον αριθμό του κινητού του στις εξερχόμενες κλήσεις της συσκευής αυτής. Μετά τη διασταύρωση του καλούμενου αριθμού, ο Φίλιππος συνειδητοποίησε βέβαια ότι ο άνθρωπος που κειτόταν τώρα νεκρός ήταν ο ίδιος που τον είχε πάρει τηλέφωνο λίγες ώρες πριν. Αυτό δεν μπόρεσε να το αρνηθεί. Εκείνο, όμως, που αρνήθηκε πεισματικά να καταθέσει ήταν τι ακριβώς του είπε το θύμα.
Ζήτησε να μείνει λίγο μόνος του να ηρεμήσει, να ξεθολώσει το μυαλό του απ’ όλα αυτά που συνέβησαν και από την εικόνα του μαχαιρωμένου στήθους του πτώματος. Έκλεισε τα μάτια του και όντως κατάφερε να μην το σκέφτεται, να μην το βλέπει το αποτρόπαιο αυτό θέαμα με τα εσωτερικά του μάτια. Είδε όμως τι συνέβη πριν από πέντε χρόνια ακριβώς., είδε πάλι τι τον ανάγκασε να τα βροντήξει όλα και να κάνει μια καινούρια αρχή στο μεταίχμιο των είκοσι πέντε του χρόνων. Με λίγα λόγια, έφερε στη μνήμη του την κουβέντα που είχε με το θύμα.
Εκείνο το βράδυ, η Μαίρη είχε πέσει νωρίς για ύπνο. Την βασάνιζαν έντονες ημικρανίες έλεγε και ήθελε να ξαπλώσει, όπως και έκανε αφού βεβαιώθηκε ότι η μικρή ήταν καλά σκεπασμένη στο διπλανό δωμάτιο. Ο Φίλιππος δε μπορούσε να κλείσει μάτι, στριφογυρνούσε στο κρεβάτι για ώρα, υπέφερε πραγματικά και ήταν τσαντισμένος που δε μπορούσε να εκτονωθεί κάπου. Άλλη μια μέρα σκληρής δουλειάς από το πρωί μέχρι αργά το απόγευμα και στο σπίτι η ίδια κατάσταση με τη Μαίρη να τον αγνοεί επιδεικτικά για τρίτο συνεχή μήνα. Με τίποτα δε μπορούσε να δικαιολογήσει τη στάση της. Το ήξερε ότι ήταν πολύ προσεκτικός και απέκλειε κάθε ενδεχόμενο να τον έχει καταλάβει…
Τελικά, υπέκυψε στην απίστευτη καύλα του, σηκώθηκε από το κρεβάτι αθόρυβα και αφού έκλεισε σιγά την πόρτα της κρεβατοκάμαράς τους, οδηγήθηκε στον αναπαυτικό καναπέ του σαλονιού τους. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το έκανε τον τελευταίο καιρό και ένιωθε ασφαλής με αυτά τα ωραία ηρεμιστικά χαπάκια που έπαιρνε η Μαιρούλα του για να λυτρωθεί από τους πονοκεφάλους της. Πόσο ευγνωμονούσε το γιατρό της αλήθεια! Γιάτρευε και τους δύο με μία μόνο συνταγή και χωρίς να το ξέρει μάλιστα. Μετά από λίγη ώρα κατάφερε να φτάσει στην κορύφωση λες και ήταν κανένα δεκαπεντάχρονο. Πόσο το απολάμβανε! Ήταν λες κι ο Αποστόλης ήταν εκεί ολοζώντανος, με σάρκα και οστά και του ικανοποιούσε κάθε του βίτσιο, κάθε του παρόρμηση. Ανάσταινε το νεκρό έφηβο στη στιγμή και έφερνε στο μυαλό του το γραμμωμένο του σώμα, τα μαύρα του μαλλιά, την σταρένια του επιδερμίδα ενώ οι παλινδρομικές κινήσεις του χεριού του τον βοηθούσαν να σωματοποιήσει το πάθος του. Ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει έτσι στο παρελθόν όσο αυτές τις μοναχικές βραδιές στο μικρό του σαλόνι, που δεν ήταν βέβαια και τόσο μοναχικές, αφού η εικόνα του Αποστόλη ήταν εκεί πιο καθαρή από ποτέ, πιο διαυγής κι από τότε που πήγαιναν στο ίδιο σχολείο…
Τελειώνοντας τον κατέβαλε μια τρομερή υπνηλία, όπως συνέβαινε πάντα άλλωστε. Άπλωσε το ιδρωμένο του κορμί στον καναπέ και παραδόθηκε στο γαλήνιο ύπνο. Γαλήνιο;
- Σε θέλω, δεν το καταλαβαίνεις;
- …
- Γιατί δεν μου απαντάς, ρε;
- …
- Γιατί δε μιλάς, ρε Αποστόλη;
- …
- Θέλω… θέλω να πηδηχτούμε εδώ και τώρα!
- …
- Τι είναι αυτά που μου λες, μωρέ;
- …
- Ααααα…
- …
- Άσε με να σε…
- Φίλιππε;
- Εεε;
- Φίλιππε, ξύπνα!
- Μαίρη, τι κάνεις εδώ;