Στο διάδρομο του αστυνομικού τμήματος υπήρχε μια ανακατωσούρα. Βλέπεις δεν βρίσκουν κάθε μέρα ένα μαχαιρωμένο πτώμα ενός νεαρού στο χαντάκι ενός επαρχιακού δρόμου. Κάτι τέτοια γεγονότα είναι που δίνουν νόημα στην άχαρη ζωή της ξεχασμένης υπαίθρου. Ο Φίλιππος ήταν, όμως, τόσο βυθισμένος στις σκέψεις του που δεν μπορούσε να αντιληφθεί ούτε καν τον αστυνομικό που στεκόταν πεισματικά πάνω από το κεφάλι του και του έκανε επίμονα μια ερώτηση.
Ο Αποστόλης, η εφηβική του καύλα, διέγραψε με τρόπο καθοριστικό τη μετέπειτα πορεία της ζωής του. Αν κάθε άνθρωπος δημιουργεί σενάρια κατά τη παιδική και πρώιμη εφηβική του ηλικία, σενάρια που βασίζονται θεμελιακά πάνω στην οικογένεια και το ρόλο της, τότε ο Αποστόλης είχε μια κεντρική θέση στο κινηματογραφικό σχεδόν σενάριο του βίου του Φιλίππου. Οι άνθρωποι που ερωτεύονται βαριά μπορεί να είναι επί της ουσίας ανώριμοι, ανίκανοι να ελέγξουν τα ζωώδη τους ένστικτα, καθώς και τις ίδιες τους τις επιθυμίες, αλλά στη τελική ζούνε μεγάλες στιγμές. Εξάλλου ποιο αξιομνημόνευτο λογοτέχνημα εξήρε ποτέ τον αδιάφορο και κοινότυπο έρωτα; Μπορεί, βέβαια, να πει κανείς πως η θύμηση ενός ανεκπλήρωτου αισθήματος μας καταδιώκει πολλές φορές μέχρι και τα βαθιά γεράματα, είναι το μυστικό που μας συνοδεύει μέχρι τη τελευταία κουβέντα πάνω στο νεκροκρέβατο, μυστικό που σπανίως ομολογούμε ακόμα και στον ίδιο μας τον εαυτό. Ο Φίλιππος, όμως, δεν άνηκε σε αυτή τη κατηγορία ανθρώπων. Είχε πάντοτε ξεκάθαρο το αίσθημα της ευθύνης, τουλάχιστον κατά μία επιφανειακή έννοια, παρότι ποτέ δεν είχε καταφέρει να εκμυστηρευτεί στη Μαίρη το μεγάλο του μυστικό. Είναι άσχημο να φέρεις ένα τέτοιο βάρος, τόσο πολύ που κάθε βράδυ η ταχυπαλμία γίνεται φίλος καρδιακός και ο κρύος ιδρώτας που σε λούζει σε κάνει να θες να μπεις κάτω από ένα ντους και να μη βγεις ποτέ.
Ο τοίχος απέναντι ήταν άβαφτος εδώ και πολύ καιρό. Μια μαύρη στάμπα είχε σχηματιστεί λίγο πάνω από το σοβατεπί, μάλλον από κάποιο στοιχείο του κοινού ποινικού δικαίου, δείγμα εμφανές ότι κάποιος χτύπαγε με αγωνία το πόδι του στον τοίχο. Τέτοια αγωνία είχε και ο Φίλιππος όταν σε εκείνες της εφηβικές διακοπές είδε για πρώτη φορά τον Αποστόλη γυμνό να πλένεται στη ντουζιέρα του φθηνού ενοικιαζόμενου στα Κύθηρα. Αψεγάδιαστο σώμα και ελαφριά τριχοφυΐα στο στέρνο, χέρια στιβαρά και γραμμωμένα μπράτσα από την ενασχόληση με το ακόντιο. Το γνώριζε πως ο τύπος τον είχε καταλάβει, και όσο και να μη το παραδεχόταν του άρεσε να προκαλεί ένα παιδαρέλι που ερεθιζόταν και μόνο στο άκουσμα της φωνής του. Το βλέμμα εκείνο όταν τον είδε να κοιτάει από τη πόρτα του μπάνιου σήμαινε πρωτίστως ότι είχε αντιληφθεί εμφανώς τη παρουσία του, τρίβοντας λίγο την εφηβική του περιοχή γύρισε πλάτη και συνέχισε να πλένεται με το κρύο νερό που είχε τσιτώσει το δέρμα του, κάνοντας κάθε μυ να διαγραφεί, όπως ακριβώς στα γυμνά χάλκινα αγάλματα της αρχαιότητας. Ο Φίλιππος χωρίς ανάσα να στέκεται να κοιτάζει, σε μια ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη, που τα ερωτικά κύματα κατέκλυαν των πέντε τετραγωνικών μπάνιο, να περιμένει να ακούσει μια κουβέντα, ένα κάλεσμα.
«Είστε καλά;», φώναζε ο αστυνομικός και τον σκουντούσε επίμονα πλέον, αφού ο Φίλιππος φαινόταν χαμένος μέσα στις σκέψεις του. Ευτυχώς που το να βλέπεις ένα νεκρό άνθρωπο, πόσο μάλλον δε έναν μαχαιρωμένο, δικαιολογεί μια κάποια αμηχανία. Με αυτό τον απότομο τρόπο, οι σκέψεις ολόκληρης της εφηβικής του ηλικίας διακόπηκαν βίαια. «Ναι, μια χαρά είμαι», αποκρίθηκε, «μπορώ να φύγω;». Ο αστυνομικός τον κοίταξε δύσπιστα σαν να μη τον πολύ-πίστευε και συμπλήρωσε μετά από λίγα δευτερόλεπτα, «Βεβαίως, απλά συμπληρώστε πρώτα αυτή τη φόρμα επικοινωνίας, ώστε να μπορούμε να σας βρούμε εάν το θελήσουμε». Σε λίγα λεπτά ήταν έξω από το τμήμα. Δεν είχε ιδέα τι να κάνει, μα η απορία του που μπορεί να είναι ο Πέτρος τον βάρυνε ακόμη αφάνταστα. Το τηλέφωνο που τον είχε καλέσει τελικά δεν ήταν του Πέτρου, αλλά ενός αγνώστου, και αυτός που του μίλησε σύντομα και κοπτά δεν ήταν ο Πέτρος, αλλά ο ίδιος προσφάτως δολοφονημένος άγνωστος. Δεν είχε ιδέα αν μπορούσε και ήθελε να διαχειριστεί ένα τέτοιο όγκο μυστηρίου και πληροφοριών. Η μόνη έξυπνη ιδέα που του ήρθε μεμιάς στο μυαλό ήταν να πάρει τον Πέτρο στον αριθμό που είχε και ο ίδιος στη διάθεση του.
Πατώντας το τηλέφωνο στη μνήμη, αναλογίστηκε για μια ακόμη φορά πως θα ήταν να είχε συμβιβαστεί με την ιδέα μιας συντηρητικής συμβίωσης, με τη νευρωτική Μαίρη και τη κόρη του. Η ασφάλεια είναι το πιο επικίνδυνο ναρκωτικό, σε βαλτώνει στη συνήθεια, ενώ παράλληλα σε σώζει από τη φρενήρη αστάθεια της αβεβαιότητας. Σάμπως όλοι οι άνθρωποι δεν ψάχνουν ένα ταίρι, αυτή την αποθέωση του δυικής φιλοσοφίας που μας έχει εμποτιστεί από τα παραμύθια και τη θρησκεία. Κι ακόμα όταν τα πράγματα δεν έρχονται όπως ακριβώς τα οραματιζόμασταν, τότε βλογάμε τα γένια μας προς χάριν της συνήθειας, πείθουμε τους εαυτούς μας ότι κάτι μας δένει, αποποιούμαστε κάθε φαντασίωση και πάθος στο βωμό της ιερής και σεπτής οικογένειας, για να φτάσουμε κάποια στιγμή σε μια ηλικία, πολλοί η αλήθεια είναι ότι δεν θα τη φτάσουν και ποτέ, που θα κάνουμε την επανάσταση μας κλαίγοντας για μια ζωή που έπρεπε να ζήσουμε και δεν το κάναμε. Στον τέταρτο χτύπο, ο ήχος του τηλεφωνητή έκανε το Φίλιππο για μια ακόμη φορά να προσγειωθεί στη πραγματικότητα, με τη φωνή του Πέτρου χαρωπή να επισημαίνει ότι, «Προφανώς δεν μπορώ να σας μιλήσω. Αν για οποιοδήποτε λόγο έχετε καημό να με βρείτε στείλτε sms ή αφήστε ένα μήνυμα μετά τον ήχο. Δεν ορκίζομαι ότι θα σας πάρω πίσω. Με αγάπη Νίκος».
Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από τα να νιώθεις τον κόσμο να καταρρέει γύρω σου. Αν η δομημένη μας πραγματικότητα, εκείνη που κατασκευάζουμε με την αντίληψη μας, αποδεικνύεται ένα μεγάλο παραμύθι, τότε οδεύουμε προς τη κατάρρευση τελικά και του ίδιου μας του εαυτού. Να τώρα που ο Φίλιππος, ο οποίος περίμενε να περάσει ένα ρομαντικό τριήμερο με τον άνθρωπο που είχε επιλέξει δίπλα του, να βρίσκεται να αναγνωρίζει άγνωστα πτώματα στην επαρχία, να λαμβάνει ανεξήγητα τηλεφωνήματα και να ανακαλύπτει ότι ο παράνομος ερωτάς του έχει άλλο όνομα. Δεν είχε ιδέα τι άλλο μπορεί να τον περίμενε.
Η ψύχρα στην ατμόσφαιρα ήταν πιο έντονη από ποτέ. Ειλικρινά είχε μετανιώσει που δεν είχε πάρει μαζί του μια ζακέτα ή κάτι τελοσπάντων και είχε μείνει με το κοντομάνικό. Τα δέντρα κουνιόντουσαν με τη φορά του ανέμου και ο σκούρος και συννεφιασμένος ουρανός λες και ήταν έτοιμος να αρχίσει πάλι να ρίχνει καρέκλες. Το βρεγμένο χώμα, η αγαπημένη μυρωδιά του Φιλίππου, συμπλήρωνε ένα σκηνικό που μόνο για μυστήριο δεν συνηγορούσε. Τελικά, η δόνηση στη τσέπη του τζην έκανε τον Φίλιππο να πεταχτεί από τη τρομάρα του.
- Πέτρο εσύ είσαι;
- Ναι.
- Είσαι καλά;
- Ας τα λέμε. Μπορείς να περάσεις από το σπίτι μου.
- Σε πήρα πριν λίγο τηλέφωνο και βγήκε τηλεφωνητής. Είχες ποτέ τηλεφωνητή;
- Δεν είναι η ώρα να σου εξηγήσω. Μπορείς να περάσεις από το σπίτι;
- Τουλάχιστον σε λένε Πέτρο;
- Δεν λέγονται αυτά από το τηλέφωνο. Έλα σε παρακαλώ!
- Δεν είμαι δίπλα … σε περίμενα στη καλύβα … η αστυνομία βρήκε ένα πτώμα.
- Σε παρακαλώ έλα όσο πιο γρήγορα μπορείς…
Όταν κλείνει ένα τηλέφωνο απότομα, πολλά συναισθήματα μπορούν να σε κατακλύσουν: αγωνία, χαρά, λύπη, οργή, απορία ή ακόμα και θυμός. Ειλικρινά, αν ρωτούσε κανείς τον Φίλιππο τι ακριβώς ένιωθε αυτή τη στιγμή, δεν μπορούσε να δώσει απάντηση ούτε για τα πλούτη όλου του κόσμου, τόσο απροσδιόριστο ήταν το συναίσθημα. Περιθώρια επιλογής, βέβαια, δεν είχε και το μόνο που έστεκε ως επιτεταμένη λύση ήταν να συναντηθεί με τον Πέτρο και να ζητήσει επίμονα εξηγήσεις, ακόμη κι αν ο ίδιος αρνούταν να τις δώσει.
Η ώρα όταν μπήκε στο αμάξι του ήταν δώδεκα και μισή, η ημέρα ξημέρωνε Σάββατο και θα ήταν μάλλον το πιο περίπλοκο Σάββατο ολόκληρης της υπόλοιπής του ζωής.