Σε εκείνο το υπόγειο, αυτό το χαμαιτυπείο που όμοιο του δεν πρέπει να υπήρχε σε όλο το Brooklyn, η Vera ξέπλενε έναν ακόμη χωρισμό. Λίγοι θαμώνες κι αυτοί τελειωμένες φιγούρες που είχαν ξεχαστεί από τη ροκ επανάσταση της δεκαετίας του ‘70. Δεν υπήρχε πιθανότητα ούτε μία στο εκατομμύριο να βγει από εκεί μέσα με κάτι καλό. Όχι πως έψαχνε κιόλας. Όλος αυτό ο πόνος εξαιτίας της μανίας των ανθρώπων να πηγαίνουν δυο-δυο, να πραγματώνουν δηλαδή τη φύση τους μέσα από ένα ιδεατό δίπολο. Τους είχε μα τω Θεώ πια βαρεθεί!
Ο Ρον, όταν τον πρωτογνώρισε, φάνταζε σαν μια φωτεινή λύση στο μαύρο και απαισιόδοξο κλίμα της προβληματικής της σχέσης μεταξύ των δύο φύλων. Έτσι είναι πάντα στην αρχή, ενθουσιασμός με τα μπούνια και πουλάκια και πεταλούδες στο στομάχι, έστω κι αν κατευθύνονταν για ένα ρεμάλι με το άθλιο όνομα Ρον. Τον είχε συναντήσει σε ένα συνεργείο, εκείνος μηχανικός αυτοκινήτων, και υποσχέθηκε ότι θα της φτιάξει κάθε πρόβλημα. Μόνο που πέρα από το αυτοκίνητο προθυμοποιήθηκε να τις φτιάξει και άλλα πράγματα αν με πιάνετε. Έπρεπε να το καταλάβει ότι ο τυπάς ήταν μια καταστροφή από τη πρώτη τους επαφή, η οποία της κληροδότησε στο καπό του αμαξιού μια ωραιότατη γούβα, αφού το να κάνεις σεξ πάνω σε φρεσκοφτιαγμένο αυτοκίνητο ήταν, κατά τον Ρον, γούρι. Τελικά το μόνο που της έμεινε από το Ρον, τώρα που το καλοσκέφτεται, είναι το περίγραμμα ενός κώλου στη λαμαρίνα του αμαξιού της, κι ακόμα έτσι κι αν το σκεφτείς είναι κάτι δικό της, από το άλλο το ρεμάλι τίποτα.
Η Moira, η κολλητή της, την είχε συνοδεύσει τη πρώτη φορά στο συνεργείο, αφού βλέπεις τον Ron τον είχε καψουρευτεί καιρό, αλλά εκείνος την είχε γραμμένη. Θα έλεγε κανείς ότι η Vera δεν θα έπρεπε να ενδώσει την επόμενη φορά και μεταξύ μας δεν το είχε ξανακάνει, αλλά ο πούστης ο Ron ήξερε καλά το παιχνίδι της έλξης. Κάπου ανάμεσα στις σταγόνες ιδρώτα που έσταζαν στα πλευρά της και τον εκρηκτικό οργασμό σκέφτηκε ότι η Moira μπορεί και να μην την συγχωρούσε, πράγμα που δεν έγινε, αλλά πέρα από αυτά τα κλάσματα δευτερολέπτων δεν είχε κουράγιο να το σκεφτεί περισσότερο. Ποτέ της εξάλλου δε διεκδίκησε την αγιοσύνη, την άφηνε πάντα στους οσιομάρτυρες.
Με κόπο μάζεψε τα πόδια της για να σηκωθεί και να ανέβει τη σκάλα της εξόδου. Είχε πάει ήδη έξι το πρωί και ο barman την είχε ειδοποιήσει διακριτικά ότι έπρεπε να κλείσουν. Οι καρέκλες είχαν αναποδογυρίσει ήδη στα τραπέζια και η εικόνα ενέτεινε το αίσθημα εγκατάλειψης που ένιωθε βαθιά μέσα της. Ειδικά όταν σκεφτόταν ότι ο Ron μπορεί αυτή τη στιγμή να κάνει ένα ωραιότατο πρωινό πήδημα με τη Moira. Η σκρόφα, της την φύλαγε τελικά! Χαλάλι της, με το ρεμάλι που διάλεξε. Η Vera δεν της κράταγε κακία, πως θα μπορούσε άλλωστε; Αυτό το απαράδεκτο αρσενικό που κάλλιο να του το κόβανε μισούσε. Ποιος ηλίθιος είπα ότι το θηλυκό διαλέγει; Ποιος;
Άνοιξε τη πόρτα και ο πρωινός αχνός ήλιος έκανε τα μάτια της να σμίξουν. Το ψυχρό αεράκι της οξυγόνωσε μεμιάς τον εγκέφαλο. Χριστέ μου, σε τι κατάσταση είχε φθάσει για αυτό το υποκείμενο; Δεν ήταν ότι καταπάτησε τις αξίες της, σιγά, όποιος δεν έχει υπερβεί και λίγο τα ανθρώπινα δεν ξέρει τι θα πει ζωή, το να είσαι αγρίμι. Να μπορούσε μόνος κάποιος να γυρίσει σπίτι και να διαβάσει τα ημερολόγια των σεντονιών της. Δε ντρεπόταν γι’ αυτό, τα σεντόνια της μύριζαν πληρότητα και ήταν περήφανη γι’ αυτό. Ο Ρον; Άλλο ένα σερνικό στη συλλογή μάλλον. Το να βρει τον επόμενο ήταν το μόνο εύκολο, μάτσο ο τόπος, το δάκτυλο να κουνούσε και θα πέφτανε αμέσως για να ποτίσουν με εμπειρίες τα σεντόνια της, το ημερολόγιο της.
Βήμα-βήμα, με τα τακούνια της πλέον να πατάνε όλο και πιο σταθερά στην άσφαλτο, εκεί σε εκείνη την έρημη οδό του Brooklyn, άρχισε να περπατάει με τόλμη και αποφασιστικότητα. Η δρόμος ήταν η δική της πασαρέλα και εκείνη, η Vera, θα ήταν η πρωταγωνίστρια ό,τι και να γινόταν. Η πόρτα παραπίσω της από το bar άνοιξε και ξεπρόβαλλε ο barman να πετάξει τα σκουπίδια. Κοντοστάθηκε και τον κοίταξε με προσοχή, από πίσω ακουγόταν η Nina από το εσωτερικό του bar. Δεν ήταν κακός τελικά, δεν ήταν καθόλου κακός! Δε χρειαζόταν πολύ, μια αργή στροφή, φτιάξιμο λίγο το μαλλί, αφαίρεση του παλτού, σπρώξιμο να πέσει το τιραντάκι από τον ώμο και λάγνο περπάτημα προς τον τύπο.
“Με λένε Vera και μένω λίγο πιο κάτω” … “Είσαι;”
Α τώρα αρχίζεις να μου βάζεις πολλά ονόματα και μέχρι τα επόμενα θα τα ξεχάσω!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝίτσα η κοπελιά!!!
Μα είπαμε βρε...δεν έχει επόμενα! Χαχα! Δυο ιστορίες που κατά τη νοσηρή μου φαντασία έδεναν με τα δυο τραγούδια της Simone ήταν. Vera-νίτσα!! λολ!
ΑπάντησηΔιαγραφήμετά από τόσο ξενύχτι είχε κέφι για καμάκι; έλεος κοπελιά! καλά έκανε ο ρον και σε παράτησε, τον είχες ξεζουμίσει!
ΑπάντησηΔιαγραφή;-)
καλή εβδομάδα!
Εεεε τι να κάνουμε Scatter μου...είναι μια γυναίκα με πάθος...σαν τη Marie Claire!!! lol!
ΑπάντησηΔιαγραφήτι τραβάνε οι ΒΕΡΕΣ!! πολύ τσόγλανοι οι ΡΟΝ....
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλησπέρα...