9 Οκτωβρίου 2010

Η Ιστορία των Δύο: Μέρος Τέταρτο (Dimosthenis)

Στη μία ακριβώς είχε παρκάρει έξω από την πολυκατοικία του Πέτρου, ή του Νίκου, ή όπως αλλιώς τον έλεγαν τέλος πάντων… Δεν ήταν πια βέβαιος για το όνομα, δεν ήξερε πια τι να πιστέψει για τον άνθρωπο αυτό. Όλα στο μυαλό του γύριζαν πολύ γρήγορα, δεν το άντεχε άλλο αυτό το μπέρδεμα. Πήρε αγκαλιά το τιμόνι και έβαλε τα κλάματα σε μια προσπάθεια να εκτονώσει όλη την ένταση των τελευταίων ωρών. Σκουπίζοντας με το μανίκι και το τελευταίο του δάκρυ, ένιωσε το μυαλό του ξεπλυμένο και τη σκέψη του ανάλαφρη κι έτσι έμεινε να κοιτάζει για λίγα λεπτά το μπροστινό σταθμευμένο αυτοκίνητο, ίσα ίσα για να απασχολεί τη σκέψη του. Από μικρός, όταν ταξίδευε με τη μητέρα του τα καλοκαίρια, του άρεσε να παρατηρεί τις πινακίδες των άλλων αυτοκινήτων και να ανακαλύπτει την πόλη προέλευσής τους. Ήταν κάτι που τον έκανε να ξεχνιέται… Η ανάμνηση της μητέρας του τον ξύπνησε και τον έσπρωξε προς την είσοδο της πολυκατοικίας.

Στο ασανσέρ έφερε στο μυαλό του τον Πέτρο-Νίκο και εστίασε στα μάτια του για ακόμα μια φορά… Αυτά τα μεγάλα μαύρα μάτια τού είχαν κάνει φοβερή εντύπωση την πρώτη φορά που τον είχε συναντήσει και του το είχε κιόλας εξομολογηθεί. Με τον καιρό, η συνήθεια ανάγκασε αυτή την πρώτη εντύπωση να ξεθωριάσει, χωρίς όμως να την αποτρέψει να κάνει την εμφάνισή της μέσα στο ανεπαρκώς φωτισμένο ασανσέρ. Τώρα πια όμως ήξερε γιατί είχε εντυπωσιαστεί: αυτό το μαύρο βλέμμα το ήξερε από παλιά. Σίγουρα από παλιά…

- Επιτέλους, ήρθες! Άργησες... Σου είπα να έρθεις όσο πιο γρήγορα μπορείς!

- Τι συμβαίνει, ρε Πέτρο; Γιατί τέτοια βιασύνη;

- Πες μου, τι είπες στην αστυνομία;

- Πώς ξέρεις ότι μίλησα στους μπάτσους;

- Εσύ μου το είπες. Δεν θυμάσαι;

- Το μυαλό μου είναι κομμάτια… Ούτε που θυμάμαι τι είπα και τι έκανα σήμερα…

- Πες μου!

- Για μισό λεπτό… δεν θα έπρεπε να ‘ναι αυτή η πρώτη σου ερώτηση, έτσι δεν είναι;.

- Αλλά;

- Ξέρεις ποιος δολοφονήθηκε;

- Φυσικά και ξέρω…

-

- Ποτέ δεν χτυπάω στα τυφλά!

- Με τρομάζεις. Γιατί με κοιτάς έτσι;

- Τρομάζεις τόσο εύκολα, Φίλιππε; Δεν το περίμενα για να είμαι ειλικρινής.

- Τι εννοείς; Πες μου ποιος είσαι, πού να σε πάρει ο διάολος; Ποιος είσαι;

- Είμαι ο Πέτρος.

- Και το Νίκος που άκουσα στο τηλέφωνο τι είναι; Ψευδώνυμο;

- Με κάνεις και γελάω. Το χιούμορ σου το εκτίμησα από την πρώτη στιγμή. Αυτό είχε εκτιμήσει και η Μαίρη όταν της την είχες πέσει. Το θυμάσαι πώς είχε συμβεί;

- Τι ξέρεις εσύ για τη Μαίρη, ρε;

- Να σου το θυμίσω εγώ.

- Πού την ξέρεις τη Μαίρη; Σε ρωτάω!

- Διπλανά έδρανα, εξετάσεις στο πρώτο έτος… Ποτέ δεν ήσουν καλός φοιτητής, Φίλιππε… Σωστά; Παίρνεις την κόλα της να αντιγράψεις και της την επιστρέφεις με το τηλεφωνάκι σου γραμμένο πάνω… στην τελευταία σελίδα… αν θυμάμαι καλά. Γι’ αυτό, δεν είμαι και τόσο σίγουρος.

Χειροκροτήματα.

- Μπράβο! Είσαι καλά πληροφορημένος. Ώστε γνωρίζεις τη Μαίρη. Μπορώ να μάθω από πού;

- Δεν νομίζω ότι είναι η ώρα.

- Μπα; Και πότε θα ‘ναι η ώρα δηλαδή;

- Πολλά ρωτάς.

Ο Πέτρος έδειχνε προβληματισμένος αλλά γρήγορα αποφάσισε τι έπρεπε να κάνει. Με μια γρήγορη κίνηση τράβηξε το όπλο από την εσωτερική τσέπη του σακακιού του και πυροβόλησε. Χαμηλά… στα πόδια του. Η κραυγή που έβγαλε ο καημένος ο Φίλιππος ήταν το μόνο που ακούστηκε μες στην νεκρική σιγή της νύχτας.

- Κάτι που πρέπει να ξέρεις για το Νίκο είναι ότι δεν του αρέσουν οι πολλές ερωτήσεις.

Επέστρεψε το όπλο στην τσέπη του και ατάραχος τον πλησίασε και τον βοήθησε να σηκωθεί χωρίς να πτοείται από τις γεμάτες πόνο φωνές του που του έσκιζαν το τύμπανο. Το έμπειρο μάτι του κατάλαβε ότι το τραύμα στο μηρό του ήταν απλά επιφανειακό, τίποτα ανησυχητικό. Τον έσυρε μέχρι το διπλανό δωμάτιο, στην κρεβατοκάμαρα, και τον πέταξε στο πάτωμα. Το πρόσωπο του Φίλιππου συσπαζόταν από τον πόνο και τα χέρια του, με τις φλέβες πεταγμένες, έπιαναν τον αριστερό του μηρό και προσπαθούσαν να σταματήσουν την αιμορραγία. «Γιατί…;» φώναξε, αλλά για απάντηση πήρε μόνο το δυνατό θόρυβο από το κλείσιμο της πόρτας και τον ήχο του κλειδιού να περιστρέφεται γρήγορα στην κλειδαριά που το υποδέχτηκε. Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας δεν έμοιαζε σε τίποτα με αυτήν που θυμόταν. Τώρα ήταν διαφορετική, έμοιαζε θωρακισμένη και αδιαπέραστη…

«Γιατί» κλαψούρισε σχεδόν.

«Σκάσε». Απαντήθηκε ξανά το ερώτημά του. Αυτή τη φορά από μια γνώριμη φωνή. Διαφορετική. Φωνή που ερχόταν κι αυτή απ’ τα παλιά.

5 σχόλια:

  1. Φακ! Μα τι συμβαίνει;
    Λες και μιλούσε για διαφορετικό άτομο!!!!
    Κάτι παίζει!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τι έγινε τώρα ; μας μπέρδεψες,ο Πέτρος να ήταν η Μαρία; μπα χλωμό το βλέπω,τες πα θα δούμε....
    καλημέρα σου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. @Ηφαιστίωνας: Αποκτά ενδιαφέρον! Θα προσπαθήσω στο επόμενο (που γράφω εγώ) να το βάλω σε μια τάξη.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. @Φούλη: Καλέ όχι...ο Πέτρος όμως με κάποιον έχει σχέση...θα δείτε στο επόμενο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Τεεελεεεειοοοοο;
    Μυστικά της Εδέμ ιμίσιμου! Τς-τς-τς-τς-τς Με καθηλώσατε, θέλω κι άλλο (αλλά ναι αν γίνεται να ξεκαθαρίσουν λίγο τα πράγματα καλό θα ήταν)
    Καλή Βδομάααδα

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Η ουσία του blogging είναι το σχόλιο! Ποιος θα ήθελε ένα μουγκό ψυχίατρο;