Όταν ήμανε παιδί μπορώ να πω ότι δεν ταλαιπώρησα ιδιαίτερα τους γονείς μου. Πιτσιρίκι αρκετά ήσυχο που διάβαζα μόνο μου σχεδόν από τη δευτέρα δημοτικού, και με σχετικά καλές αποδόσεις. Ποτέ δεν υπήρξα ο άριστος μαθητής, αλλά επίσης ποτέ το στουρνάρι. Κινιόμουν γύρω από το 17-18 παραδοσιακά, μιας και τα “έπαιρνα” (sic) από την παράδοση. Μοναδικό άγχος του πατέρα μου ήταν η απόδοση μου στα μαθηματικά. Σε σημείο μάλιστα που οι φιλόλογοι τον μισούσαν θανάσιμα. Θυμάμαι μια φορά, τον είχε πιάσει μονότερμα μια φιλόλογος και του έλεγε ότι γράφω ωραίες εκθέσεις και διάβαζα όμορφα χωρίς να συλλαβίζω. Κάποια στιγμή, λοιπόν, ο πατέρας μου τη διακόπτει και της λέει: “καλά όλα αυτά, αλλά κυρία μου πρέπει να προλάβω τον μαθηματικό που έχει και πιο μεγάλη αξία”. Τόμπολα η καθηγήτρια! Εγώ δίπλα δε, να θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί. Αφήστε τα!
Μέσα, λοιπόν, στην αβάσταχτη ηρεμία μου, είχα και μερικές εκλάμψεις σκανδαλιάς. Μπορώ να σας απαριθμήσω μπόλικες, αλλά νομίζω ότι μία ξεπερνάει κάθε προηγούμενο και μάλιστα δεν την έκανα καν εν γνώσει μου. Ήμουν στο παιδικό σταθμό, όταν ένα απόγευμα ανακάλυψα στο συρτάρι του πατέρα μου τρία κουτάκια που απεικόνιζαν στο εξωτερικό τους μια κυρία…ελαφριά ντυμένη να το πω. Αθώο παιδάκι εγώ, θεώρησα ότι μάλλον η κυρία ζεστάθηκε και είπε να μείνει μόνο με την αραχνοΰφαντη ρομπίτσα της. Που να ήξερα τότε; Το Δεσποινάκι βλέπετε – τον μεγάλο μου έρωτα – δεν τον είχα φανταστεί ποτέ έτσι.
Η περιέργεια, μάλλον, ήταν που με ώθησε να ανοίξω το ένα κουτί. Μέσα είχε μια τετράγωνη αλουμινένια θήκη που στο εσωτερικό της είχε κάτι στρογγυλό. Το ανοίγω, λοιπόν, και τι να δω; Δεν θα το πιστέψετε…ένα υγρό μπαλόνι. Ουάου σκέφτομαι…πρώτη φορά βλέπω τέτοια μπαλόνια. Επειδή, όμως, είχα και την υπόνοια ότι θα φάω ξύλο αν τα φουσκώσω εκείνη την ώρα, και επειδή ανέκαθεν με χαρακτήριζε ένα αίσθημα αλτρουισμού, τα πήρα να τα φουσκώσουμε παρέα όλοι οι συμμαθητές μου στον παιδικό σταθμό.
Την επόμενη μέρα πήγα στο σχολείο καμαρωτός. Στη σάκα μου βρίσκονταν τρία ολόκληρα κουτιά προφυλακτικά, τα οποία και ευθύς μοίρασα στους συμμαθητές μου στο πρώτο διάλλειμα. Περήφανοι φουσκώσαμε τα μπαλονάκια που στην άκρη είχαν μια μυτούλα. Η αυλή του παιδικού γέμισε φουσκωμένες καπότες και το ντεκόρ όσο να ναι δεν ήταν πια και τόσο παιδικό.
Την επόμενη μέρα, οι δασκάλες κάλεσαν τον πατέρα μου στο παιδικό και τον συμβούλευσαν να κρύβει κάπου αλλού τα προφυλακτικά του, γιατί δεν γινόταν αυτή η δουλειά να συμβαίνει μια στο τόσο στην αυλή του σταθμού. Πότε δε με μάλωσε κανείς για αυτή μου τη πρωτοβουλία. Μέσα στα θετικά, όμως, του πράγματος ήταν ότι ο πατέρας μου κάθισε και μου εξήγησε – όσο μπορούσε βέβαια – σε τι αποσκοπούσαν αυτά τα λαστιχένια στρογγυλά πράγματα. Νομίζω ότι σε εκείνο το σημείο συνειδητοποίηση μια και για πάντα…ότι θα έμενα μοναχοπαίδι…